«12 αναμετρήσεις με μια ιδιοφυΐα» του Howard Barker

Written by

Η παρούσα κριτική επιχειρεί, αρχικά, να “μιλήσει”, με αφορμή αυτό που ο υπογράφων είδε εκεί, για την σχέση Θεάτρου και Κοινού, σε επίπεδο Μάρκετινγκ. Ομάδες όπως η “Εταιρότητα” οφείλουν πάντα να προσέχουν όχι μόνο το Τι και το Πώς ανεβάζουν ένα κείμενο, αλλά το Πού και το Πότε. Η συμβουλή που έχουμε να δώσουμε σε κάθε αντίστοιχη ομάδα, είναι όχι να ΜΗΝ ανεβάζουν τέτοια κείμενα αλλά, αντιθέτως να τα προωθούν όλες τις εποχές του χρόνου και σε όλα τα πιθανά μέρη, ώσπου να βρουν το επιθυμητό (αριθμητικά και ποιοτικά) κοινό τους. Σε μέρες γιορτινές, λοιπόν, όπως τα φετινά Χριστούγεννα, αυτή η ποιοτική θεατρική ομάδα απεφάσισε να σπάσει το κατεστημένο και να ανεβάσει μια “δύσκολη” παράσταση που μάλλον δεν ταιριάζει σε τέτοιες εποχές και μάλιστα με πρεμιέρα ανήμερα των Χριτουγέννων. Ούτε το κείμενο, ούτε η σκηνοθεσία, θα τολμούσαμε να πούμε, όμως ούτε και ο χώρος (Αυλαία) ταιριάζουν με τέτοια ανεβάσματα, όσο ενδιαφέροντα ή πρωτότυπα να είναι αυτά. Μια τέτοια δουλειά θα ταίριαζε χρονικά σε καλοκαίρι ή φθινόπωρο, σε κάποιο απαιτητικό φεστιβάλ, ή σε κάποιο “υποψιασμένο” και σχετικό με την … υπόθεση υπόγειο, πάντως όχι Χριστούγενννα, που ο κόσμος θέλει να ξεχάσει τα βάσανά του και να χαλαρώσει ….
΄Ηταν ομολογουμένως δύσκολο να παρακολουθήσουμε ένα είδος θεάτρου του παραλόγου, από ένα συγγραφέα ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, τον Χάρολντ Μπάρκερ, και με μεγάλες επιρροές από τον Πίντερ. Πρόκειται για ένα κείμενο με πινελιές χιούμορ και βιαιότητας. Η τολμηρή δουλειά του Νίκου Σακαλίδη με βασικό πρωταγωνιστή τον επί χρόνια συνεργάτη του Θωμά Βελισσάρη μας έβαλε σε σκέψεις, που αναλύουμε πιο κάτω. Τους θυμόμαστε με συγκίνηση στο υπόγειο του “Ακτίς Αελίου”, όπου μας χάρισαν πολλές ρηξικέλευθες προτάσεις τα τελευταία 15 χρόνια. Εδώ θέλησαν να κάνουν ένα άλμα, το οποίο τους πήγε σε μέρη που ο χρόνος θα δείξει αν ήταν προς τα εμπρός ή προς τα πίσω….
Αναρωτιόμαστε, επίσης, αν τόσοι πολλοί ηθοποιοί μπορούν να υποστηριχθούν κοινωνικο-οικονομικά από τις εισπράξεις των παραστάσεων (ειδικά σε μια πόλη που δεν διαθέτει θεατρικούς χώρους για μακρόχρονη εγκατάσταση, άρα απόσβεση των εξόδων, προσφέρουσα μια καλή αμοιβή όλων των συντελεστών της).
Αν το θεατρόφιλο κοινό της πόλης μας είναι περιορισμένο (σύμφωνα με στατιστικές μόλις το 4 % του πληθυσμού της πηγαίνει θέατρο) φανταστείτε πόσο λιγότεροι είναι αυτοί που μπορούν να αντιληφθούν τα κρυμμένα νοήματα του συγκεκριμένου έργου, άρα πόσοι από αυτούς, κατά συνέπεια, θα θελήσουν να το διαφημίσουν σε εξ ίσου υποψιασμένους και μυημένους θεατές (πόσοι είναι κι αυτοί άραγε ?).
΄Οσον αφορά την υπόθεση του έργου και σύμφωνα με το δελτίο τύπου : ο Κίστερ αντιμετωπίζει στα 12 του χρόνια, έχοντας ως “όπλο” την ανικανοποίητη ιδιοφυΐα του, σε δώδεκα διαδοχικές αναμετρήσεις εκείνες κι εκείνους που, ηθελημένα ή μη, μετέχουν στη διαπαιδαγώγησή του : 1. την τροφό, 2. τον παιδαγωγό, 3. τον επιστήθιο φίλο, 4. τη μητέρα, 5. την ποθητή, 6. τον αλήτη, 7. τον διανοούμενο, 8. τον φεουδάρχη, 9. τον πανουκλιασμένο, 10. τους γονείς του φίλου, 11. τους αγγέλους, 12. τον αντεραστή.
Ναι, ομολογούμε πως θα μας βοηθούσε μια αριθμητική επί σκηνής αναφορά (με ένα εύστοχο και ασυνήθιστο σκηνοθετικό τρυκ) των 12 αναμετρήσεων, παράλληλα με την κατάδειξη του ειδικού βάρους της κάθε μιας στην όλη υπόθεση. Ακούγαμε ονόματα ρόλων και δεν καταλαβαίναμε ποιος είναι ο παιδαγωγός, ποιος ο αντεραστής, κλπ. Σε τέτοιου είδους κείμενα όπου ο θεατής “χάνεται”, ίσως κάποια σκηνοθετική υπογράμμιση να βοηθούσε στην μεγαλύτερη απόλαυση και κατανόηση. Διότι, αν κάποιοι είναι λάτρεις ή βαθυστόχαστοι αναλυτές του Μπάρκερ και του Πίντερ, γιατί νομίζουν πως κι εμείς είμαστε το ίδιο ; Εμείς οι αδαείς θεατές δεν είδαμε ούτε κάποια ιδιοφυία επί σκηνής, ούτε κάποια αναμέτρηση από τις 12 του τίτλου ! Ποιος αναμετράται με ποιον στο έργο αυτό ; Γιατί αναμετρώνται ; Ποιος ο στόχος των αναμετρήσεων ; Το προαναφερθέν μάρκετινγκ ξεκινά από τον τίτλο (πολλά υποσχόμενος), άρα ο συγγραφέας ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι της προώθησης των έργων του… ΄Ομως οι πρώτοι που “τσίμπησαν” στο παιχνίδι αυτό είναι τα μέλη της ομάδας και όχι εμείς, που παρακολουθήσαμε τα σκηνικά τεκταινόμενα με κάποια -όχι μπρεχτική – αποστασιοποιημένη διάθεση…
Σε όσα είδαμε επί σκηνής : Η αίσθηση του παραλόγου υποστηρίχθηκε, παραδόξως, από το ενίοτε ρεαλιστικό παίξιμο των 9 ηθοποιών και εντάθηκε περισσότερο από τα καλοφορεμένα ετερόκλιτα κοστούμια της Μένης Τριανταφυλλίδου, λιγότερο δε από τα όχι και τόσο συμβατά με το κείμενο, αφαιρετικά σκηνικά των Νίκου Σακαλίδη, Γιώργου Γεροντίδη, Δημοσθένη Μπογιατζή (γιατί τόσα άτομα, σε ένα τόσο μινιμάλ σκηνικό 😉
Η σκηνοθεσία είχε ρυθμό, ήταν σφικτή, αυτό που έλειψε ήταν τα ομιλούντα βλέμματα και οι εκκωφαντικές σιωπές, που θα υπερτόνιζαν τις αρετές του κειμένου, ενώ θα μας ξεκούραζαν από τους αρκετά φλύαρους μονόλογους (που δεν μας ταλαιπώρησαν πολύ, μια και οι ηθοποιοί, ευτυχώς, τους εξέφεραν με μεγάλη ταχύτητα). Ούτε η μικρής έκτασης μουσική επιμέλεια της Ευτυχίας Καβαλίκα, ούτε οι αδιόρατοι φωτισμοί του ίδιου του σκηνοθέτη, πρόσθεσαν ή αφαίρεσαν κάτι στην απόλαυση ή την κατανόηση του κειμένου από πλευράς θεατών….

Οι υπόλοιποι συντελεστές :
Μετάφραση : Έλση Σακελλαρίδου
Βοηθός σκηνοθέτη-Οργάνωση παραγωγής : Τατιάνα Νικολαΐδου
Φωτογραφίες : Τατιάνα Νικολαΐδου, Δημοσθένης Μπογιατζής
Ηθοποιοί: Αλέξανδρος Βοζινίδης, Μελίνα Γαρμπή, Βιολέττα Θεοδωρίδου, Μαρίνα Καζόλη, Τζίμης Κούρτης, Δημήτρης Κουστολίδης, Ιόλη Ραγκούση, Ελένη Σαμαντζή, Κωνσταντίνος Χατζηκυπραίος.