Αλκαζάρ ή αλλιώς Χαμζά Μπέη Τζαμί

Written by

Η Θεσσαλονίκη στα Οθωμανικά χρόνια: Αλκαζάρ
Ποιος ξέρει το Χαμζά Μπέη Τζαμί;
Ίσως κανείς!
Ποιος όμως δεν ακούει καθημερινά τη λέξη «Αλκαζάρ»!

Το Αλκαζάρ, γνωστό στους μεγαλύτερους από τον θρυλικό ομώνυμο κινηματογράφο, είναι στενά συνδεδεμένο με την ιστορία και τις μνήμες της Θεσσαλονίκης. Στην Εγνατία οδό, στη συμβολή με τη Βενιζέλου, κοντά με το άλλο οθωμανικό κτίριο, το μπεζεστένι. Μπροστά ακριβώς από το παλιό Δημαρχείο, το γνωστό ως Καραβάν Σαράι, που αποτελούσε κατάλυμα ταξιδιωτών και προσκυνητών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Η ιστορία του Αλκαζάρ

Το 1430 η Θεσσαλονίκη, μετά από πολύχρονη πολιορκία πέφτει στα χέρια των Οθωμανών επί Σουλτάνου Μουράτ του Β΄. Ο πρώτος Οθωμανός διοικητής, ο Σουγκιούρ Τσαούς μπέης εγκαθίσταται στο φρούριο της πόλης, το Επταπύργιο.
Τα πρώτα χρόνια δεν υπάρχουν τζαμιά στην πόλη και οι Τούρκοι για τις θρησκευτικές τους ανάγκες, μετατρέπουν σε τζαμιά χριστιανικές εκκλησίες. Από τις πρώτες ήταν η Αχειροποίητος και η μονή Τιμίου Προδρόμου.

Το 1468 η Χαφσά Χατούν, κτίζει στη μνήμη του πατέρα της Χαμζά μπέη, οθωμανού αξιωματούχου στα χρόνια του Μωάμεθ του Β,΄ το τζαμί Χαμζά μπέη, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του κτιρίου.
Είναι η εποχή που στην πόλη λειτουργούν ακόμα και εκκλησίες όπως ο Άγιος Δημήτριος και της του Θεού Σοφίας και μάλιστα πιθανολογείται ότι το ίδιο το μνημείο κτίστηκε σε χώρο στον οποίο υπήρχε βυζαντινό γυναικείο μοναστήρι. Αν και
αρχικά προοριζόταν για περιορισμένη χρήση, το κτίριο σιγά σιγά επεκτάθηκε και απέκτησε μιναρέ και μια μεγάλη περιστύλια αυλή.

Τζαμί ως το 1925

Στη διάρκεια του 16ου αιώνα έγιναν προσθήκες και το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του τεμένους. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης συνέχισε τη λειτουργία του ως τζαμί έως το 1925. Κρίθηκε διατηρητέο μνημείο αλλά λειτούργησε και ως τηλεγραφείο ενώ φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε και για τη στέγαση προσφύγων.
Το 1927 περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία, παρά την απόφαση που το χαρακτήριζε ως διατηρητέο μνημείο, το 1928 το δημοπράτησε σε ιδιώτη, που ξεκίνησε την μίσθωσή του για χρήσεις καταστημάτων και λίγο αργότερα
και του κινηματογράφου Αλκαζάρ. Οι ιδιοκτήτες το δωρίζουν το 1977 στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ο οποίος το 2006 το παραχωρεί στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τότε κλείνουν σιγά σιγά κι απομακρύνονται και τα καταστήματα ενώ τοποθετήθηκε
γύρω του ένας μεταλλικός φράκτης. Τελικά, στα μέσα του φθινοπώρου του 2006 οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.

Στους περισσότερους Θεσσαλονικείς το μνημείο έμεινε στη μνήμη τους ως ο λαϊκός κινηματογράφος με την ονομασία Αλκαζάρ. Ήταν η εποχή που ο κινηματογράφος ήταν η διασκέδαση όλης της οικογένειας που πήγαινε να δει τα δυο έργα που παιζόταν. Ο κινηματογράφος έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 80.

Αρχιτεκτονική του κτιρίου

Το μνημείο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής καθώς είναι από τα πρώτα τζαμιά που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το Χαμζά Μπέη τζαμί, αποτελεί τον παλαιότερο  και μεγαλύτερο σωζόμενο χώρο ισλαμικής λατρείας στη Θεσσαλονίκη που χτίστηκε με αυτό τον σκοπό.

Η μορφή του πέρασε από πολλά στάδια και προσθήκες. Στην αρχή το κτίριο αποτελούνταν από μια αίθουσα προσευχής που ήταν καλυμμένη από μολυβδοσκέπαστο τρούλο. Υπήρχε και ένας κήπος με συντριβάνι. Η αίθουσα είχε ύψος 17 μ. και φωτιζόταν από οκτώ τοξωτά παράθυρα και έναν κυκλικό φεγγίτη.

Στον 16 ο αιώνα προστέθηκαν δύο ορθογώνιοι χώροι και κατασκευάστηκε μια ασύμμετρη περιμετρική στοά με περίβολο στα δυτικά, μοναδική του είδους σε τζαμί στον ελληνικό χώρο και κατασκευάστηκε μιναρές στην νοτιοδυτική γωνία. Για να κατασκευαστεί η περίστυλη αυλή ο σουλτάνος Σελήμ Β΄ διέταξε να αποσπασθούν και να μεταφερθούν στο τέμενος κίονες από τον ναό του Αγίου Μηνά, από τη Ροτόντα και από ένα γνωστό από τις πηγές ανδρώο «βασιλικό» μοναστήρι της Θεοτόκου του Υπομιμνήσκοντος. Είκοσι δύο μαρμάρινες κολώνες και 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο. Η τακτική αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη και αναφέρεται σε πολλές ακόμα περιοχές και κτίσιμο κτιρίων.

Οι καταστροφές που υπέστη το Αλκαζάρ

Το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του τεμένους. Η ανακατασκευή έγινε από τον Καπί Μεχμέτ Μπέη, σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρίσκεται επάνω από την είσοδο. Το κτίριο με τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις που έγιναν ώστε να είναι κατάλληλος ο χώρος για εμπορικές χρήσεις έγινε αγνώριστο. Βιτρίνες για τα εμπορικά καταστήματα, αποθήκες στα υπόγεια, γκρέμισμα μέρους των τειχών του, βάψιμο με λαδομπογιά των κιόνων, κτίσιμο των τοξωτών στοών, υπερύψωση του δαπέδου για να κατασκευαστεί η κινηματογραφική αίθουσα, άλλαξαν κυριολεκτικά την όψη από ένα κτίριο-μνημείο, που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 αλλά και από τον σεισμό. Οι μεγαλύτερες καταστροφές προκλήθηκαν από τη μετατροπή του σε κινηματογράφο, αρχικά υπαίθριο στην αυλή του και αργότερα κλειστό.

Κανένας σεβασμός σε ένα κτίριο, με θρησκευτικό χαρακτήρα, κανένας σεβασμός σε ένα ζωντανό μνημείο της πόλης μας. Αδιαφορία, έλλειψη γνώσεων, έλλειψη παιδείας οδήγησαν σε εγκατάλειψη και καταστροφή του κτιρίου. Ας αναλογιστούμε μια παρόμοια μεταχείριση ενός δικού μας χριστιανικού μνημείου και ας βγάλει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα.
Περιμένουμε με ανυπομονησία την παρουσίαση πλέον του μνημείου ώστε να γίνει ζωντανό κομμάτι στην ιστορία της πόλης μας.

Γράφει η Ευαγγελία Κανταρτζή
Διευθύντρια Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (http://www.ekedisy.gr/)