Οι Βομβαρδισμοί και τα καταφύγια της Θεσσαλονίκης

Written by

Ο πρώτος βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται στις 1 Νοεμβρίου από σμήνος αεροπλάνων με επικεφαλής τον κόμητα ΤσιάνοΑπό την 1η Νοεμβρίου 1940 ως την 9η Φεβρουαρίου 1941 οι βομβαρδισμοί στη Θεσσαλονίκη προξένησαν θύματα και πολλές υλικές καταστροφές.

Η πόλη, αν και περίμενε τον πόλεμο, είναι μάλλον απροετοίμαστη. Οι περιοχές του κέντρου  όπως η οδός  Εγνατία,  η Ερμού, η Λεωφόρος Στρατού πλήττονται. Μεγάλες ζημιές και θύματα υπάρχουν στις ανατολικές συνοικίες όπως Καλαμαριά, Βυζάντιο, Βότσης λόγω της γειτνίασης με στρατιωτικούς στόχους όπως το αεροδρόμιο της Μίκρας και το στρατόπεδο Κόδρα. Πολλές φορές όμως πλήττονται περιοχές και κτίρια αδικαιολόγητα όπως νοσοκομεία και εκκλησίες.

Στις 9 Φεβρουαρίου 1941, κατά τη διάρκεια μεγάλης αεροπορικής επιδρομής μια βόμβα έπεσε στη βορειοδυτική γωνιά του Ναού της Αγίας Σοφίας.

Ο Γιάννης Μπεράτης στο Πλατύ Ποτάμι δίνει τη δική του μαρτυρία

«Οι άλλοι δεν ξέρω τι δουλειά είχαν, κι έτσι πήγα μόνος μου στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.

Τι ησυχία, τι γαλήνη που βασίλευε εκεί μέσα -τι απόκοσμη δροσιά και γλυκό ημίφως κάτω απ’ αυτούς τους μεγάλους θόλους, πάνω στη γυμνή πλακόστρωση, όπου τα βήματά μου, με τις βαριές μπότες, κάνανε τέτοια βαθιά ηχώ! Κάνοντας ένα βήμα, περνώντας την πόρτα, απ’ το μικρό κηπάκι που την περίζωνε και όπου παιδιά κυνηγιόνταν και φώναζαν, βρέθηκα μέσα σ’ έναν άλλο κόσμο, έτσι σαν στον άυλο κόσμο της ιστορίας -σαν κι εγώ ο ίδιος να μην ήμουν παρά ένα αργοπορημένο κομμάτι της, που έφτανε, επιτέλους, για να σβήσει και να χαθεί ήρεμα μέσα σ’ αυτήν.

Η εκκλησία ήταν εντελώς έρημη, ή κάπου εκεί πέρα στο σκοτεινό ιερό φάνηκε μια στιγμή η σιλουέτα ενός ιερωμένου, που ύστερα κάπου χάθηκε.

Ναι, ήταν η πρώτη φορά, ύστερ’ από τόσον καιρό, ύστερ’ από την κήρυξη του πολέμου, που ένιωθα κάτι να ξελασκέρνει μέσα μου, και μια άτονη βέβαια, μα τόσο γλυκιά γαλήνη να με πλημμυρίζει. Δεν ξέρω αν σκεφτόμουνα -μα μου φαίνεται πως όχι. Είχα γίνει ένα με το ημίφως, με τους παμπάλαιους τοίχους, τη δροσιά, και μια απόκοσμη, σχεδόν μεταθανάτια ηρεμία με λίκνιζε.

Η πόρτα όμως άνοιξε. Οι συνάδελφοι με φωνάζαν. Ήταν αργά κι έπρεπε να τραβήξουμε για το Σταθμό.

Θα ‘ταν μία η ώρα το μεσημέρι όταν φτάσαμε εκεί. Πλήθος στρατιώτες και αξιωματικοί περίμεναν τα διάφορα τρένα με τους διάφορους προορισμούς. Και κόσμος ντόπιος για αποχαιρετισμούς, και μικροπωλητές που ξεφωνίζανε, κι οι μανούβρες των τρένων που κάθε τόσο σφυρίζανε. Ένα αληθινό ανατολίτικο παζάρι. Κι απάνω ένας καταγάλανος ολοκάθαρος ουρανός κι ένας ήλιος σχεδόν καλοκαιριού. Αφού θεωρήσαμε τα φύλλα πορείας μας, με προορισμό μας τη Φλώρινα, τραβήξαμε να καθίσουμε σ’ ένα απ’ τα πολλά καφενεία που ‘ναι αραδιασμένα στο δρόμο του Σταθμού, για να περιμένουμε το δικό μας το τρένο που, καθώς μας είπαν, είχε μεγάλη καθυστέρηση και θ’ αργούσε.

Τότε άξαφνα, μέσα σε κείνη τη βαβούρα και την ανθρωποθάλασσα, αντηχήσανε, υστερικές, οι σειρήνες του συναγερμού. Το τι έγινε ήταν αφάνταστο. Πού πήγε και πώς πρόφτασε να φύγει και να τρυπώσει όλος αυτός ο κόσμος; Τραπέζια, καρέκλες αναποδογυριστήκανε, και, πριν καλά καλά συνέλθω από το σάστισμά μου, μες στο καφενείο δεν ήμαστε παρά τρεις: εγώ, ο Ιατρόπουλος, κι ένα γέρικο γκαρσόνι. “Δε θα πας, μπάρμπα;” τον ρωτήσαμε. Σήκωσε τους ώμους κι έκανε μια βαριεστημένη χειρονομία. “Αν είναι η τύχη σου…” είπε.

Κι εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να πάω, κι ο Ιατρόπουλος το ίδιο. Είχαμε βρει κι ένα πολύ καλό καραφάκι ούζο, κι είπαμε πως θα ‘τανε πιο καλά να το πιούμε με την ησυχία μας μέσα στη γύρω ησυχία και νέκρα. Πήγα ως την πόρτα και κοίταξα τη μικρή πλατεία κι όσο κομμάτι δρόμος φαινότανε. Ούτε ψυχή. Μόνο πού και πού κανένας χωροφύλακας ξετρύπωνε απ’ το καταφύγιό του κι έδινε μερικά προστάγματα που επιτείνανε ακόμα περισσότερο την εντύπωση της νέκρας, γιατί, μη βλέποντας ψυχή, νόμιζες πως απευθύνονται στο κενό.

Οι κινητήρες των αεροπλάνων ακουστήκανε άξαφνα -και σχεδόν αμέσως τα δικά μας αντιαεροπορικά.

“Το νταραβέρι αρχίζει” είπα.

Η αλήθεια είναι πως, φτάνοντας απ’ την Αθήνα, που επί τρεις μήνες περίπου είχαμε συναγερμούς, μα δεν είχαμε δει ποτέ αποτελέσματα αεροπορικών επιδρομών, το ‘παιρνα το πράμα πολύ πιο ελαφρά απ’ όσους καθόντουσαν εδώ, που είχανε ήδη δοκιμαστεί, και άγρια πολλές φορές. Δεν ήταν λοιπόν θάρρος από μέρος μας, αλλά μάλλον άγνοια -αν και ξέχασα να πω πως αυτές τις δύο μέρες που έτσι άσκοπα περιπλανιόμαστε μες στη Θεσσαλονίκη, είχαμε δει αρκετά τραγικά θεάματα: σπίτια καταγκρεμισμένα, βαθιούς λάκκους από βόμβες, άλλα σπίτια που τους έλειπε όλη η στέγη -κι εκείνο που μού ‘κανε την πιο παρέξενη εντύπωση: σπίτια δίπατα ή τρίπατα κομμένα εγκάρσια από πάνω ως κάτω σαν με μαχαίρι, που τους έλειπε όλη η πρόσοψη και που, χάσκοντας έτσι, αφήνανε να βλέπει κάθε διαβάτης, κάθε ξένος, ό,τι ως μια ορισμένη στιγμή ζηλότυπα φρουρούσανε από κάθε αδιάκριτο μάτι, όλη την εσωτερική ζωή τους. Αυτά τα κάδρα που κρέμονταν ακόμα πάνω στους χρωματιστούς, λαδομπογιατισμένους τοίχους του άλλοτε σαλονιού, αυτό το συζυγικό κρεβάτι με τα μαξιλάρια, τα κεντημένα σεντόνια και τις κουβέρτες, ανάστατες βέβαια, αλλά πάντως στη θέση τους που με τρία πόδια ακουμπούσε ακόμα στο απομεινάρι του πατώματος της κρεβατοκάμαρας, ενώ το τέταρτό του μετεωριζότανε στο ρήγμα, στο κενό, αυτές οι μεγάλες κορνιζαρισμένες μεγεθύνσεις φωτογραφιών κάποιας γιαγιάς, κάποιου παππού, ακαλαίσθητες όπως συνήθως, ξασπρισμένες απ’ τον καιρό, και που κοιτούσανε τώρα, άσκοπα κι αυτές, μες στο κενό, ή την ξένη, την αδιάφορη κίνηση του δρόμου, αυτοί οι καναπέδες που κάνανε θαύματα ισορροπίας, ένας πολυέλαιος, κι ένα πιάνο ακόμα στο τρίτο πάτωμα… Βέβαια, τα ‘χα δει όλ’ αυτά, κι ακόμα τα μαύρα και παιδεμένα σαν από σπασμούς ρολά των καταστημάτων, που είχανε ξεφύγει απ’ την πόρτα που φυλάγανε και που τα συγκρατούσε ορθά άλλοτε, τις σβησμένες πυρκαγιές, τους μαύρους τοίχους, το παράξενο βλέμμα εκείνων που ψάχνανε μες στα συντρίμμια -μα τα ‘χα δει, όπως είπα, σαν ένα θέαμα ξεπερασμένης πια ιστορίας, κι όχι σαν στιγμή ζωής όπου συμμετείχα. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά.

Μα ο βομβαρδισμός και το αντιαεροπορικό (δεν μπορούσα ακόμα να ξεχωρίσω τους δυο θορύβους) ακούγονταν κάπου σαν πολύ μακριά.

Θέλησα να βγω στην πίσω αυλή του κέντρου, και το γκαρσόνι μου ‘δειξε το δρόμο απ’ την κουζίνα. Ήταν ένα χαμηλοτάβανο δωματιάκι με αφημένα όλα τα μπρίκια του καφέ πάνω στη χόβολη που ζούσε ακόμα, κι από πάνω δεν ήταν στεγασμένο παρά με κάτι παμπάλαιες σκεβρωμένες σανίδες, που άφηναν μεγάλες χαραμάδες κι έβλεπες ανάμεσά τους τον καταγάλανο γυαλιστερό ουρανό και τον ήλιο που έλαμπε. Μα εκείνη τη στιγμή σαν κάτι ν’ άρχισε να γαζώνει πολύ κοντά μου και πολύ δυνατά και με μια ξετρελαμένη ταχύτητα. Κι ώσπου να καταλάβω καλά καλά πως μας πολυβολούσαν, μια, δυο, τρεις εκρήξεις βαριές έσεισαν συθέμελα όλο το σπίτι, τόσο που πήγα να πέσω και μου φάνηκε πως είδα τους τοίχους να πηγαινοέρχονται σαν σε δυνατό σεισμό, ενώ μέσα στο καφενείο, πίσω από τη στενή μισάνοιχτη πορτούλα, βροχή από γυαλιά και γυαλικά σπασμένα ακούστηκε. Έτρεξα μέσα. Ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι, κατασκονισμένοι, τινάζανε από πάνω τους ασβέστες και γύψους, ενώ όλο το πάτωμα του μαγαζιού είχε γεμίσει γυαλιά. Η μπόμπα που ‘χε πέσει είχε δημιουργήσει ευτυχώς (και δεν ξέρω πώς) ένα κενό ή ένα “ρεύμα αέρος”, και το μεγάλο παράθυρο που ήτανε πίσω από την πλάτη μας σαν καθόμαστε στο τραπεζάκι μας είχε ολόκληρο ρουφηχτεί προς τα έξω, αλλιώς ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι δε θα ‘τανε αυτή τη στιγμή στα πολύ καλά τους. Μου φάνηκε στην αρχή πως είχε πάρει φωτιά ο Σταθμός, αλλά σιγά σιγά κατάλαβα πως καιγόταν κάτι άλλος -ίσως καμιά πιο πέρα αποθήκη, ίσως κανένας συρμός.

Βγήκα έξω στη μικρή πλατεία, και με πηδήματα σχεδόν πετάχτηκα στη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τις δυο αποβάθρες. Είχα μια απαραίτητη ανάγκη να δράσω, κάτι να κάνω. Δε μπορούσα σε τέτοια στιγμή ν’ ανεχθώ την ακινησία.

Ήταν τρία κλειστά φορτηγά βαγόνια γεμάτα με σιδερένια βαρέλια πίσσα ή γκρέσα, που, έχοντας κιόλας αναλιώσει, άρχιζε να τρέχει φλεγόμενη παντού. Η “υπηρεσία κατασβέσεως του πυρός” ήταν εκεί που πολέμαγε να εντοπίσει τη φωτιά, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί και στα υπόλοιπα βαγόνια κι από εκεί στις δίπλα αποθήκες. Ήταν μια σπασμωδική δουλειά, μια δουλειά σε στιγμή πανικού ή πάντως όχι “εν ψυχρώ νω”. Έτρεξα κι εγώ εκεί, έσυρα κι εγώ τους σωλήνες με το νερό που κάπου σκαλώνανε, έσπρωξα κι εγώ, μαζί με τους άλλους στρατιώτες της υπηρεσίας, τα βαρέλια που φλογίζονταν. Ήταν μια ζέστη εκεί κοντά κι ένας καπνός, που δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις και δεν έβλεπες μπροστά σου.

Η φωτιά όμως εντοπιζόταν, λιγόστευε, έσβηνε. Είχαν ξεκόψει πια τα τρία φλεγόμενα βαγόνια απ’ τον υπόλοιπο συρμό. Όλοι ήμαστε μαύροι, λαχανιασμένοι, στουπί στον ιδρώτα. Χαιρέτισα, με χαιρέτισαν, κι έφυγα. Είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου. Και ξαναγύρισα στην παρέα, στο καφενείο.

Η λήξη του συναγερμού είχε σημάνει πια. Η μικρή πλατεία κι ο δρόμος άρχισαν μεμιάς πάλι να μυρμηγκιάζουν.

Σε λίγο ακούστηκε κάποιο σφύριγμα. Ήταν το τρένο μας. Φορτωθήκαμε όπως όπως, βιαστικά, τα σακίδια, τους μανδύες, τις κουβέρτες, και τραβήξαμε προς το Σταθμό. Εκεί έφταναν πια οι πρώτες ειδήσεις για τ’ αποτελέσματα του βομβαρδισμού. “Έπεσε εκεί” έλεγε ο ένας. “Όχι, έπεσε εκεί” έλεγε ο άλλος.

Ήμαστε πια μες στο βαγόνι, όταν έμαθα πως είχε πέσει βόμβα και στην Αγία Σοφία, σ’ αυτή την παλιά βυζαντινή εκκλησία, που φαινόταν πια έξω από κάθε χρόνο και τις περιπέτειές του, και που μόλις το πρωί, ένα δυο ώρες πρωτύτερα, μου ‘χε δώσει, με τη σιωπή που την τύλιγε, μια τόσο απόκοσμη γαλήνη.

Ναι, είχε πια αρχίσει ο Πόλεμος για μένα”».

Η αντιαεροπορική άμυνα είναι ελλιπής, ο πληθυσμός δεν είχε την κατάλληλη ενημέρωση. Τα δημόσια καταφύγια είναι ελάχιστα: μνημεία όπως η Ροτόντα και το Αλατζά Ιμαρέτ μετατρέπονται γρήγορα σε καταφύγια. Όταν πλέον αρχίζουν να σκέφτονται την κατασκευή καταφυγίων είναι δύσκολη η εύρεση των υλικών και έτσι οι εργασίες μένουν ημιτελείς.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος περιγράφει πως βίωσε τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ζει τότε σε έναν δρόμο πίσω από την Αγία Σοφία. Μικρό παιδί περιγράφει με τον δικό του τρόπο πώς  βίωσε τους βομβαρδισμούς.

«Κάθε λίγο και λιγάκι σήμαινε η σειρήνα που βρισκόταν στην ταράτσα ενός μεγάρου της πλατείας Αγίας Σοφίας. Μια άλλη βρισκόταν πάνω στα κάστρα και μια άλλη στο Βαρδάρι (…). Μόλις ακούγαμε τη σειρήνα, αφήναμε τις δουλειές μας και τρέχαμε όλοι στο καταφύγιο που ήταν στο απέναντι μεγαράκι. Εμείς που καθόμασταν στο τρίτο πάτωμα ήμασταν πιο νευρικοί, γιατί έπρεπε να τρέξουμε πιο πολύ, να κατεβούμε τρεις ολόκληρες σκάλες ενώ άλλοι έφευγαν πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό όταν φτάναμε στο καταφύγιο ήμασταν από τους τελευταίους, με δυσκολία προχωρούσαμε. Το καταφύγιο ήταν φίσκα γιατί εκεί μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι του δρόμου μας (…). Υπήρχε ένα φως, όχι και τόσο αδύνατο, το οποίο βοηθούσε απ’ τη μια μεριά να βλέπονται οι άνθρωποι μεταξύ τους (…) προπάντων όμως βοηθούσε τις διάφορες ευσεβείς γυναικούλες  (αλλά και κάποιους ηλικιωμένους κυρίους) να διαβάζουν τον παρακλητικό κανόνα και τον Ακάθιστο Ύμνο. Γρήγορα η ατμόσφαιρα του καταφυγίου μετατρέπονταν σε ατμόσφαιρα εκκλησία. Μερικές φορές μάλιστα θυμούμαι ότι υπήρχε και κάποιος ο οποίος μας έβγαζε και ένα μικρό κήρυγμα….(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη ου μ’ εθέσπισεν).

Όμως παρόλα αυτά ο κόσμος έχει αποφασιστικότητα και ενθουσιασμό ιδιαίτερα όταν αρχίζουν και έρχονται τα πρώτα ανακοινωθέντα με τις νίκες του πολέμου.

Τα τρένα αρχίζουν και μεταφέρουν τους πρώτους τραυματίες, τα νοσοκομεία γεμίζουν. Με το ένα τρένο μεταφέρουν τους Έλληνες τραυματίες και με το άλλο τους Ιταλούς. Δεν υπάρχουν διακρίσεις στην περίθαλψη των τραυματιών.

Ροζίτα Άσσερ-Πάρδο , 548 ημέρες. Με άλλο όνομα. Θεσσαλονίκη 1943. Μνήμες Πολέμου

Ζούσαμε στο κέντρο της πόλης, στο δεύτερο όροφο της Τσιμισκή 35. Στον πρώτο βομβαρδισμό, απέναντι στο Ταχυδρομείο είχε γκρεμιστεί ο τρίτος όροφος και η πρόσοψη του κτιρίου ήταν κατεστραμμένη (…) Πυροτεχνουργοί ήρθαν ύστερα από μέρες να βγάλουν μια βόμβα που δεν είχε εκραγεί και είχε σφηνωθεί στο υπόγειο του κτιρίου κάτω από το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του πατέρα (…) Τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Ο πιλότος έπεσε με αλεξίπτωτο στην ταράτσα του σπιτιού μας. Λαβωμένο, ίσως και σκοτωμένο τον κατέβασαν από τις σκάλες τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο σεντόνι (..) (Ροζίτα Άσσερ-Πάρδο , 548 ημέρες. Με άλλο όνομα. Θεσσαλονίκη 1943. Μνήμες Πολέμου).

……………………………………………………………………………………………………………………………………..
Στις 27 Οκτωβρίου με αφορμή τον εορτασμό της επετείου του 40 το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης και το Cityportal πραγματοποίησαν  έναν περίπατο μνήμης. Στόχος να ζωντανέψει η ιστορία της Θεσσαλονίκης στα δύσκολα αλλά ηρωικά χρόνια του πολέμου, της κατοχής, της απελευθέρωσης και να οπτικοποιηθεί το ιστορικό γεγονός φωτίζοντάς το μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, μαρτυρίες, θεατρικά δρώμενα και αφηγήσεις.

πηγή:  cityportal. gr
Ευαγγελία Κανταρτζή Διευθύντρια Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
Φωτογραφίες: Χρυσόστομος Κούρτης (Tommy Courtis)