9 Απριλίου 1941, Η μέρα που οι Γερμανοί μπήκανε στη Θεσσαλονίκη

Written by

Τρίτη 8 Απρίλη 1941. Οι Γερμανοί είναι δυο ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Τώρα που γράφω, 17:30, πρέπει να έχουν μπει στην πόλη. Ο υπάλληλος που έχει αδιάκοπη τηλεφωνική επικοινωνία με τη Θεσσαλονίκη μου λέει πως οι αρχές έχουνε κιόλας φύγει και πως ο πληθυσμός προσπαθεί να σωθεί όπως μπορεί….

(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ, 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944)

Οι Γερμανοί εισβάλουν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου. Στις 8 Απριλίου βρίσκονται ήδη είκοσι χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Στον διοικητή της Γερμανικής Μεραρχίας μεταφέρεται πρόταση για κατάπαυση των εχθροπραξιών και ο Γερμανός στρατηγός Λιστ την αποδέχεται ως παράδοση «άνευ όρων» και στις 9 Απριλίου υπογράφεται το πρωτόκολλο στο κτίριο της Γερμανικής σχολής. Οι Γερμανοί με επικεφαλής τον ταξίαρχο Βερστ μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη.

Στη Μοναστηρίου πραγματοποιείται συμβολική παράδοση της πόλης στους κατακτητές από τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, τον Δήμαρχο Μερκουρίου και τον στρατιωτικό διοικητή Ραγκαβή. Διερμηνέας ο γερμανομαθής και γερμανόφιλος καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Βιζουκίδης, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.

Ήδη από το απόγευμα της 8ης Απριλίου οι αρχές έχουν εξαφανιστεί από την πόλη με ότι μέσο είχαν και όπως μπορούσαν. Συνεχείς εκρήξεις ακούγονται καθώς οι βρετανικές ομάδες καταστροφών ανατινάζουν ότι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στους Γερμανούς.

«Ξαφνικά ακούστηκαν από τα δυτικά τρομερές εκρήξεις. Φλόγες φώτιζαν τον ουρανό. Πολύ αργότερα μάθαμε ότι έγιναν ανατινάξεις στρατιωτικών υλικών και καυσίμων από τους δικούς μας» (Λ. Ζησιάδης, Στη Θεσσαλονίκη τότε).

Οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη

Η είσοδος των Γερμανών πραγματοποιείται σε μια πόλη παγωμένη από τη σαστιμάρα. Τους υποδέχονται κλειστές πόρτες και κλειστά παντζούρια. Ο κόσμος έχει ταμπουρωθεί στα σπίτια του.

Κατά την είσοδο των Γερμανών, περιγράφει ο Γιώργος Σταμπουλής, σκοπός του παρατηρητηρίου του Λευκού Πύργου ήταν έτοιμος να πυροβολήσει μια γυναίκα που σκόπευε να προσφέρει μια ανθοδέσμη στον Γερμανό αξιωματικό. Με παρέμβασή του ο Σταμπουλής ματαίωσε το σχέδιο του σκοπού αποφεύγοντας πιθανά αντίποινα από τους Γερμανούς.

«Έφτασαν οι βρωμοφασίστες» είπε ο ένας στρατιώτης. Ο άλλος κρατούσε το τουφέκι, πλησίασε το παράθυρο του σαλονιού που έβλεπε στην οδό Τσιμισκή.

-«Τα γουρούνια» μουρμούριζε. Κοίταζε από τα κουφωτά παντζούρια.

«Μπήκαν οι Γερμανοί» είπα.

Μετά τα τανκς ακούσαμε ένα τραγούδι και ένα ρυθμικό τρακ-τρακ σαν πέταλα αλόγων.  Ψηλοί, στητοί άντρες, έξι-έξι στη σειρά, κτυπούσαν τις μπότες τους στην άσφαλτο με δύναμη. Πήγαιναν οι πρώτοι καμαρωτοί και σήκωναν το πόδι πιο ψηλά απ’ όλους. Ο μεσαίος κρατούσε μια μεγάλη κόκκινη σημαία με μαύρο αγκυλωτό σταυρό.

Ο στρατιώτης με το τουφέκι είπα:

«Έτσι μου’ ρχεται με τις δυο τελευταίες σφαίρες που’ χω να τους τινάξω τα μυαλά στον αέρα».

«Ε! φρόνιμα» είπε ό άλλος. Ξεφορτώσου αυτό το τουφέκι επιτέλους».

(Λ. Μπενρουμή-Αμπαστάδο, Τα τετράδια της Λίνας. Ένα ντοκουμέντο από την κατοχή)

Οι Γερμανοί είναι …φίλοι μας

Δεν λείπουν βέβαια και κάποιοι που μάλλον διάκεινται φιλικά προς τους κατακτητές.

«[…] Η Εγνατία είχε γεμίσει από κόσμο, όχι πάρα πολύ βέβαια, αλλά τόσο ώστε να καταλάβει κανείς ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε. Βέβαια, δεν φαίνονταν τίποτε, αλλά είχε μαθευτεί ότι οι Γερμανοί ήταν ήδη στο Βαρδάρι και ότι σιγά σιγά θα περνούσαν από μπροστά μας για να κατευθυνθούν προς το στρατηγείο. Πράγματι, αφού περιμέναμε κάμποση ώρα, άρχισαν από μακριά να φαίνονται οι πρώτοι Γερμανοί.

Πρώτα πρώτα έρχονταν μια σειρά από μοτοσικλετιστές και ακολουθούσαν μετά κάποια μικρά αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλετιστές ήταν αρκετοί. Γεμάτοι περηφάνια και φοβερά βλοσυροί, κορδωμένοι επάνω στις μοτοσυκλέτες τους, σωστοί κοσμοκαταχτητές. Έβλεπα κάποιους κυρίους, που προσπαθούσαν να κρατηθούν και να μην κλάψουν· ταυτόχρονα έβλεπα και κάποιους άλλους που ετοιμάζονταν να χειροκροτήσουν. Και πράγματι χειροκρότησαν  (…)

Εκεί λοιπόν που στεκόμουνα στο πεζοδρόμιο της Εγνατίας με έκπληξη διαπίστωσα ότι δίπλα μου ακριβώς στέκονταν και ένα συνομήλικό μου κοριτσάκι, ξανθούτσικο με μπουκλάκια και βαστούσε στο χέρι του-μα πώς δεν το είχα προσέξει νωρίτερα- ένα μεγάλο στεφάνι. Δεν πήγε το μυαλό μου τόση ώρα να αναρωτηθώ, τι ήθελε αυτό το κοριτσάκι με το στεφάνι και περίμενε στον στύλο.

 Όταν όμως είδα τον πρώτο μοτοσικλετιστή, ξαφνικά κατάλαβα: αυτός ο μοτοσικλετιστής είχε περασμένο στο λαιμό του τουλάχιστον τρία στεφάνια. Στεφανωμένοι ήταν και οι άλλοι μοτοσικλετιστές με λιγότερα στεφάνια (…)

 Ξαφνικά το κοριτσάκι, με απερίγραπτο θάρρος, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, προχωράει μπροστά στον δρόμο, σταματάει στη μέση του δρόμου και αναγκάζει όλο το γερμανικό άγημα να σταματήσει. […] Έδωσε το σύνθημα ο πρώτος, σταμάτησε όλο το άγημα, το κοριτσάκι με πολλή άνεση πήγε και κρέμασε στον λαιμό του μοτοσικλετιστή το στεφάνι, εκείνος το φίλησε και κάποιοι από το πεζοδρόμιο χειροκρότησαν. […] Τι ήταν να το δω αυτό! Με ζώσαν μαύρα φίδια. Ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμίζονταν εκείνη τη στιγμή μέσα μου. Ένα κοριτσάκι στην ηλικία μου να στεφανώνει αυτούς τους ανθρώπους που έρχονταν να μας σκλαβώσουν!»

(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη ου μ’ εθέσπισεν)

Αλώνιζαν οι κατάσκοποί

Πριν την είσοδό τους οι Γερμανοί είχαν φροντίσει να πάρουν και όλες τις πληροφορίες που ήθελαν. Αλώνιζαν οι κατάσκοποί τους προσποιούμενοι τους φιλειρηνικούς ερευνητές.

«Στην αριστερή μεριά της οδού Ι. Δέλλιου (…) ήταν πριν απ’ την Κατοχή ένα εστιατόριο (μετά έγινε καφενείο). Στις αρχές του 1940  τακτικοί πελάτες του μαγαζιού ήταν ένας μεσόκοπος γερμανός καθηγητής της Αρχαιολογίας και πέντε νεαροί φοιτητές του, που έκαναν αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της Ροτόντας. Απλοί άνθρωποι, καταδεκτικοί μ’ όλους και ιδιαίτερα μ’ όσους δούλευαν στο λιμάνι και στα τηλέφωνα (…).

Αφού έμειναν κάπου, ένα χρόνο, χάθηκαν για λίγο καιρό. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, οι «χαζοκαθηγητές», όπως τους λέγαμε, ξαναφάνηκαν: ο καθηγητής ως συνταγματάρχης και οι φοιητές του ως ανθυπολοχαγοί της Βέρμαχτ. Τότε μόνο κατάλαβαν οι ξύπνιοι Ρωμιοί γιατί οι κουτόφραγκοι τους ρωτούσαν τέτοια «ασήμαντα» πράγματα». (Κ. Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης).

Ξημερώνει μια βαριά μέρα πλέον. Η Θεσσαλονίκη δεν θα είναι πια ίδια τις μέρες που ακολούθησαν….

πηγή:  cityportal.gr
Ευαγγελία Κανταρτζή Διευθύντρια Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης
Φωτογραφίες: Χρυσόστομος Κούρτης (Tommy Courtis)