Ακόμα ένα ποτηράκι: Ταβέρνες και γλέντια στη παλιά Θεσσαλονίκη

Written by

Η ταβέρνα, το γλέντι, το πιοτό είναι θαρρείς συνδεδεμένα με τη ζωή της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία τους παλιά αφού έχουμε μαρτυρίες από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, που όταν πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, το 1668, μέτρησε 348 ταβέρνες… που λειτουργούσαν τότε.


Τον 19ο αιώνα οι ταβέρνες ήταν οι περισσότερες κατά μήκος της Εγνατίας, ρακάδικα κυρίως υπόγεια, στα οποία οι Τούρκοι μπορούσαν να πιούν τη ρακή τους ανενόχλητοι, χωρίς να τους βλέπουν μάτια περίεργα.
Για τις ταβέρνες που βρισκόταν γύρω από την Καμάρα, υπήρχε ο θρύλος ότι οι ταβερνιάρηδες, μην αντέχοντας τις βιαιοπραγίες των Γενιτσάρων, τους μεθούσαν πρώτα και μετά τους έριχναν στους βόθρους εξαφανίζοντας τα ίχνη τους.


Η απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους σημαίνει μια νέα εποχή για τις ταβέρνες. Είναι η εποχή που η πόλη της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνει στρατούς από όλο τον κόσμο, η περίφημη στρατιά της Ανατολής, και νέο λαμπρό πεδίο δόξης ανατέλλει για τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Αποθήκες σε μια βραδιά γίνονται ταβέρνες για να ποτίσουν τα διψασμένα λαρύγγια των στρατιωτών.


Δίπλα σε αυτές και οι άλλες, οι ταβέρνες των νοικοκυραίων και των μεροκαματιάρηδων που, πριν γυρίσουν στο φτωχικό τους, ξαποσταίνουν με ένα ποτηράκι κρασί και τον φτωχικό μεζέ που το συνοδεύει: τουρσάκι, μια ελίτσα, και κανά σουμέικο, παστό ψαράκι. To πιο κατάλληλο μεζεδάκι για το ουζάκι. Εκεί στα όρθια πολλές φορές, να πάνε κάτω τα φαρμάκια , να γλυκάνει ο μόχθος και το ζεμπίλι με τα λιγοστά ψώνια να ξεκουραστεί.
Στις ταβέρνες της Καμάρας, του Ιπποδρομίου και της Αγία Τριάδας μαζεύονται οι μακεδονομάχοι αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία και ηρωικές στιγμές καθώς οι μνήμες ανακατεύονται γλυκά με τον ήχο της λατέρνας και του μαντολίνου.


Στο οδό Νοσοκομείων άλλες ταβέρνες και διαφορετικό κοινό: υπαξιωματικοί, φαντάροι και ασθενείς ή ολίγον ασθενείς που δεν τους ικανοποιεί το συσσίτιο του νοσοκομείου έρχονται να ξαποστάσουν.

Η Θεσσαλονίκη τους δίνει έμπνευση

Στα χρόνια του Μεταξά, του πολέμου, της Κατοχής τα γλέντια συνεχίζονται, δίνοντας ανάσα στο ζοφερό κλίμα. Εξάλλου οι ρεμπέτες διωγμένοι από την Αθήνα, έχουν μαζευτεί εδώ καθώς βρίσκουν καταφύγιο στη φιλόξενη Θεσσαλονίκη.
Ο Τάκης Μπίνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Τσιτσάνης παίζουν και χαράζουν ιστορία. Στην Τούμπα, στην Καλαμαριά, στα μαγαζιά του Βαρδάρη. Είναι η εποχή που γράφονται θρυλικά τραγούδια τα οποία μένουν στην αιωνιότητα.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης εκφράζει τον ενθουσιασμό του από το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη:
Ωραία την επέρασα μες στη Θεσσαλονίκη,
θυμήθηκα το δώδεκα που πήραμε τη νίκη.
Μικροί μεγάλοι τρέξανε εμένα για να ιδούνε,
ν ακούσουνε γλυκιά πενιά και να φχαριστηθούνε.
Πλούσια είναι τα ελέη τους κι αυτά τα χωρατά τους
κι εμένα μ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη γράφεται η πιο ένδοξη ιστορία του ρεμπέτικου. Και τι ειρωνεία είναι ο Μουσχουντής, ο διοικητής της ασφάλειας και κουμπάρος του Τσιτσάνη , που το προστατεύει και αυτό και τους ρεμπέτες .
Στο θρυλικό Ουζερί Τσιτσάνης στην οδό Παύλου Μελά 22 και στο σπίτι του Τσιτσάνη στην οδό Παύλου Μελά 21, ο Τσιτσάνης εμπνέεται και γράφει ορισμένα από τα καλύτερα του τραγούδια του όπως «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», το «Βάρκα Γιαλό», το «Λιτανεία του Μάγκα».

Στη παλιά Θεσσαλονίκη γράφει ο Τσιτσάνης και τη Συννεφιασμένη Κυριακή

Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου,
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.

Μα και στα άλλα τα φημισμένα στέκια μαζεύονται οι Θεσσαλονικείς για να διασκεδάσουν φτωχικά αλλά πάντα με κέφι.
Στο «Αμπελάκι» που έπαιζε ο Τσιτσάνης κι απέναντι η «Μιμόζα» που έπαιζε ο Γιοβάν τσαούς και ο Καλδάρας, στην Εθνικής Αμύνης, στην αντιστασιακή επί Κατοχής ταβέρνα του «Μπούκη», στου «Μπάτη, στο Καραμπουρνάκι , ο «Έλατος» και στην Νικηφόρου Φωκά τα περίφημα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα
Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα,
κι από κει στα “Κούτσουρα”, στου Δαλαμάγκα.
Μαριγώ θα σε τρελάνει
ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη
να σου παίζει φίνο μπαγλαμά!

Και κοντά σε αυτά υπάρχουν και τα άλλα μαγαζιά, τα μαγαζιά της αριστοκρατίας.
Το Ντορέ, το Καφέ Φλόκα, το Πτι Παλαί, τα κέντρα του Κήπου του Λευκού Πύργου. Εκεί μαζεύεται η υψηλή κοινωνία και τα φτωχαδάκια, οι μπαταχτσήδες διασκεδάζουν κοιτώντας τους από έξω, από τα «μπλόκια», δηλαδή τους μεγάλους μπετονένιους κύβους που προοριζόταν για την κατασκευή της Νέας Παραλίας. Αυτοί ήταν οι «Έλληνες του εξωτερικού» όπως αποκαλούσε τους τζαμπατζήδες αυτούς ο Αττίκ.

Και ποιες δεν τραγούδησαν ή δεν ξεκίνησαν την καριέρα τους από τη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδάει στη δεκαετία του 20, η Σεβάς Χανούμ, η Κάκια Μένδρη, η Μαίρη Σοϊδου, η Ζωζώ Νταλμάς και η Ζωζώ Σαπουντζάκη (Θεσσαλονικιές αυτές όπως μόνο οι Θεσσαλονικιές ξέρουν να είναι) τραγουδάνε στις ταβέρνες και στα κοσμικά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Λέγεται ότι και η Σωτηρία Ιατρίδου, που έγραψε τους στίχους από το τραγούδι «ακόμα ένα ποτηράκι», κόρη του Μιχάλη Ιατρίδη, τραγουδούσε τα τραγούδια του πατέρα της, που έπαιζε Φασουλή στο «Καφενείο Παρθενών» στην οδό Εθνικής Αμύνης.

Πόσοι καημοί, πόσα γλέντια, πόσες γλυκόπικρες αναμνήσεις!
Η πόλη μπορεί να άλλαξε αλλά η ψυχή της είναι ίδια, αναλλοίωτη.
Τα βράδια καθώς περπατώ στα στενά και στα σοκάκια της πόλης είν η φωνή του Τσιτσάνη που ακούγεται και συνοδεύει τα βήματά μου…

Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα
εσύ που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά
Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα
όπου κι αν πάω σ’ έχω πάντα στην καρδιά
Θεσσαλονίκη μου ποτέ δε σ’ απαρνιέμαι
είσ’ η πατρίδα μου, το λέω και καυχιέμαι


Ευαγγελία Κανταρτζή  Διευθύντρια Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης  (http://www.ekedisy.gr)


πηγή: Ακόμα ένα ποτηράκι: Ταβέρνες και γλέντια της παλιάς Θεσσαλονίκης