Ο Τζόνι πήρε τo όπλο του | κριτική

Written by

«Ο Τζόνι πήρε τo όπλο του» κι ήρθε στο «Αμαλία» κριτική Παύλος Λεμοντζής

Ο Ντάλτον Τράμπο έγραψε και δημοσίευσε το αντιπολεμικό του έργο το 1939, τον ίδιο μήνα που η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και ξεκίνησε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Αφορά σε έναν πολυτραυματία από μια νάρκη, τον νεαρό Αμερικανό στρατιώτη Τζόνι Μπόναμ. Ακρωτηριασμένος κι από χέρια κι από πόδια και δίχως πρόσωπο, ο νεαρός Τζο βυθίζεται σ έναν κόσμο ονείρων και αναμνήσεων, ενώ οι γιατροί πιστεύουν ότι έχει χάσει τη δυνατότητα σκέψης και συναίσθησης και τον προορίζουν για πειραματόζωο. Ωστόσο, ο Τζο παγιδευμένος στο βουβό απομεινάρι του, αρχίζει ξαφνικά να σκέφτεται, να αισθάνεται, να ονειρεύεται και να θυμάται, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις της επιστήμης. Αυτή η φυλάκιση στον κορμό του, στηλιτεύει καίρια τη νοσηρή κατάσταση του κόσμου μας, σαν αποτέλεσμα οποιουδήποτε πολέμου. Ο Τζο είναι ένα φρικαλέο ακρωτηριασμένο σώμα, αλλά κι ένα θλιβερό αποτέλεσμα των κάθε λογής ηγετών και συμφερόντων. Ο συγγραφέας, μακριά από τα πεδία των μαχών, σκιαγραφεί τη μεγαλύτερη παράνοια του πολιτισμού μας: τον πόλεμο!

Η ιστορία, επομένως, αντικατοπτρίζει έντονα τη συναισθηματική στρατηγική του ειρηνικού συναισθήματος μεταξύ των πολέμων και, στην εξέλιξή της, καταβάλλει κάποια προσπάθεια να ξαναδημιουργήσει όχι μόνο τις προθέσεις αλλά και τη φρίκη αυτής της στρατηγικής.

Ο Trumbo γυρίζει το έργο του ταινία το 1971 και το σκηνοθετεί ο ίδιος. Κερδίζει σημαντικά βραβεία και επαίνους. Εμπνέεται από τα διδάγματα των αρχαίων Ελλήνων, μηνύοντας ότι στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές. Την ταινία του την ξεκινάει με τη ρήση του Πλάτωνα: «Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου». Οι Σοφιστές, άλλωστε, έλεγαν ότι το δίκαιο είναι σχετικό. Καθένας από τη μεριά του έχει δίκιο, γι αυτό υπήρχαν και διττοί λόγοι (επιχειρήματα με δύο απόψεις). Ο Αριστοτέλης συμφωνούσε κι έλεγε ότι το δίκαιο είναι πράγματι σχετικό, πρέπει να εφαρμόζεται με την πειθώ και ν ασκείται από τα δικαστήρια. Το δίκιο που επιβάλλεται με τη βία των όπλων μετατρέπεται αυτόματα σε άδικο, ενώ καταλύεται η δημοκρατία.
Για εξήντα λεπτά μια ανθρώπινη, θαρρείς, κούκλα, καρφιτσωμένη σ ένα φωτισμένο κάδρο τοίχου, μεταμορφώνεται σ έναν «αθέατο» ομιλητή, εικόνα που συγκλονίζει τον θεατή.΄ Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της θεατρικής διασκευής της ιστορίας είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα flash back. Τοποθετημένα σε μια φαινομενικά τυχαία σειρά, με υποβαθμισμένο τον ήχο των χώρων, συγκροτημένα από άποψη υποκριτικής και διανθισμένα με σπαράγματα ζωής, συντελούν στο να μειωθεί η συναισθηματολογία, αλλά συντηρούν ταυτόχρονα έναν διαρκή θυμό για όσα θυμάται ο Τζο και είναι αμετάκλητα τελειωμένες σκηνές.

Η σκηνοθεσία έχει επινοήσει μια σειρά κανόνων. Ο Τζο, σαν οντότητα, διαθέτει τρεις ζωντανούς τρόπους: σκέφτεται, θυμάται, αισθάνεται. Εάν η σκηνή αντιπροσωπεύει το μυαλό του χωροταξικά, ο ηθοποιός είναι ελεύθερος να μιλάει όταν σκέφτεται ή όταν θυμάται. Και συγκλονίζει. Είτε μένει στο παρόν είτε ταξιδεύει στο παρελθόν, ακόμα κι όταν επικεντρώνεται στο περιβάλλον του συντονίζοντας τις δονήσεις των βημάτων της νοσοκόμας, για παράδειγμα, τη ζεστασιά του ήλιου στον λαιμό του, το χάδι της γυναίκας, το τικ τακ των δαχτύλων της στο μέτωπο.

Εδώ, η Θάλεια Ματίκα που υπογράφει τη σκηνοθεσία έχει μετατρέψει την εμφάνιση του ενός άνδρα σε αλλεπάλληλα κομμάτια του συνόλου χαρακτήρων της ιστορίας, ως ενσάρκωση μιας ενιαίας σκέψης κι άλλες φορές ως πρόσωπα στις αναμνήσεις του Τζο. Χειρίστηκε το φως και τη μουσική αριστοτεχνικά και φόρτισε συναισθηματικά την ατμόσφαιρα, ενώ άφησε ελεύθερο τον ηθοποιό να δημιουργήσει. Το αποτέλεσμα ήταν εικαστικά κι ερμηνευτικά εξαιρετικό.

Αυτό που αφήνει η παράσταση, πέρα από τα αντιπολεμικά αισθήματα, είναι μια βαθιά καταδίκη του σύγχρονου πολιτισμού, που θέλει τον άνθρωπο αλλότριο από τις πραγματικές του ανάγκες. Σαν μια μηχανή που δουλεύει χωρίς να σκέφτεται και ζει με τρόπο που έχει προκαθοριστεί, όχι από τις δικές του ανθρώπινες επιταγές, αλλά από εκείνες που ορίζει το απάνθρωπο σύστημα που είναι ενταγμένος.

Η θεατρική εκδοχή της Σοφίας Αδαμίδου ( δικό της το εξαιρετικό «Σωτηρία με λένε») εστιάζει αποκλειστικά στην εσωτερική φωνή του ήρωα και μέσω αυτής μεταφέρει στοιχεία από το περιβάλλον του. Ταυτόχρονα, ανοίγει το έργο στον χρόνο, ενσωματώνοντας αναφορές σε μεταγενέστερα του πρωτοτύπου, ακόμη και σύγχρονά μας πολεμικά γεγονότα, σε μια απόπειρα να καταθέσει έναν διαχρονικό αντιπολεμικό λόγο. Το εισπράττει ο θεατής, όταν ο έξοχος Τάσος Ιορδανίδης- Τζο, εξαπολύει το δριμύ «κατηγορώ» του προς κάθε αίτιο και αιτιατό πολεμικής σύρραξης.

Η συγκλονιστική ερμηνεία του Τάσου Ιορδανίδη, κατά μπεκετικό πρότυπο, εξέφρασε την απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στον άγνωστο όλεθρο. Το άχρονο της θεατρικής διασκευής της Αδαμίδου, βοήθησε τον ερμηνευτή να πλάσει τον άνθρωπο που δεν ανήκει στο χθες, ούτε στο σήμερα, ούτε στο αύριο, αλλά σ όλες τις εποχές. Εκφραστικότητα και ένταση σε υπερθετικό βαθμό, ώστε να βλέπουμε και να αισθανόμαστε, χάρις στην σπαραχτική, δεξιοτεχνική απόδοσή του, το ενεργό μυαλό παγιδευμένο, όμως ικανό να σπείρει ιδέες, να καυτηριάσει συμπεριφορές, να μηχανευτεί τρόπους επικοινωνίας , καθώς ο Τζο μετατοπίζεται μεταξύ της αναγνώρισης της φρίκης του πολέμου και της λάμψης των αναμνήσεων. Όταν καταλήγει στον κώδικα Μορς, αντιλαμβανόμαστε πλήρως τον διακαή πόθο του να ζήσει και να περιφέρεται ως αποτρόπαιο «έκθεμα» απώλειας και, όντας άφωνος, να καταγγέλλει εξ ονόματος των πεσόντων, τις φρικαλεότητες του πολέμου.

Η παράσταση τελειώνει χωρίς πολιτικές λύσεις , αλλά καταγγέλλει. Κι αυτό είναι πολιτική πράξη. Εξιστορεί μια υπόθεση. Ότι ένας νεαρός άνδρας που πολέμησε για κάποιον λόγο , σακατεύτηκε από μια οβίδα σοβαρά και μη αναστρέψιμα και του οποίου το συνειδητό μυαλό παρέμενε – μέσα στο κουφάρι του και σ όλη τη διάρκεια του έργου – ένα δυνατό κατηγορητήριο του συστήματος, το οποίο έστειλε νέους άνδρες να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον.

Η επιθυμία του Τζόνι να ευ θανατωθεί φαίνεται πολύ πιο υγιής και ανθρώπινη απ ό, τι η επιμονή του στρατού να τον κρατά ζωντανό, ακόμα κι όταν -μέσω της ικανότητάς του να επικοινωνεί με τον κώδικα Μορς- συνειδητοποιεί την ύπαρξή του. Η εναλλακτική του επιθυμία να παρουσιαστεί ως φρικιαστικό θέαμα , ένα ανθρώπινο ζωντανό ρετάλι στο κλουβί, ώστε να θέτει σκληρά ερωτηματικά για τη Δημοκρατία, την Ελευθερία, το ναι ή το όχι στον πόλεμο , σίγουρα θα εξυπηρετούσε τον βασανισμένο ήρωα , μα και τον θεατή, αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ.

Έργο εξαιρετικά επίκαιρο. Όχι πολύ μακριά μας, χιλιάδες τα πτώματα κι οι άνθρωποι στο χείλος του θανάτου πολύ περισσότεροι. Εάν η θεατρική προσαρμογή κινήθηκε μπεκετικά ως δραματικός μονόλογος στη σκηνή, το οργισμένο αντιπολεμικό μήνυμα του Trumbo αξίζει να περάσει μέσα από κινούμενες, ομιλούσες εικόνες της προσεγμένης παράστασης , επειδή οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν και να μας πουν τι ακριβώς σημαίνει πόλεμος.

Ο Τζονι πήρε το όπλο του – Συντελεστές:
Θεατρική διασκευή και απόδοση κειμένου: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Θάλεια Ματίκα
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Σκηνογραφία-Κοστούμι: Ηλένια Δουλαδήρη
Μουσική: Τάσος Σωτηράκης
Τζο: Τάσος Ιορδανίδης.

cityportal.gr/ Ο Τζόνι πήρε τ΄ όπλο του | Κριτική Παύλος Λεμοντζής