«Η Ευθαλία του Γαλατά» πέρασε κι απ’ το «Αυλαία», κριτική παράστασης

Written by

    Ευθαλία σημαίνει ανθισμένη από  το ευ +  θάλος  (θάλλω το ρήμα), πες «καρπερή» κατά μία έννοια. Τούτη η Ευθαλία είχε το όνομα , όχι τη χάρη. Εκτός κι αν το ξέχειλο  τεφτέρι τής ζωής της από περιπέτειες, εφάμιλλες ή και  ανώτερες ενός Όλιβερ Τουίστ, ενός Τομ Σώγιερ, θεωρούνται καρποί, έστω άνθη, για να δέσει ο επιθετικός προσδιορισμός «θαλερή» στο όνομα. Ένας περίφημος  γραφέας ιστοριών το πίστεψε κι έκανε την Ευθαλία ηρωίδα, κατά πώς άξιζε σε μια γυναίκα μ’ έναν κατάσπαρτο βίο από αγκάθια και , κατά περιόδους, από άνθη του κάκτου.

   Πριν από κάποιες δεκαετίες  αυτός ο πολυταξιδεμένος στης Βασιλεύουσας τα μέρη,  ο  ακούραστος  περιπατητής στα στενοσόκακα και στις φαρδιές γέφυρες του Βοσπόρου, ο ανήσυχος  και  πολυτάλαντος καλλιτέχνης,  ο βραβευμένος συγγραφέας, ο φιλόλογος και ερευνητής, ο στοχαστής και χαρισματικός αφηγητής, ο  Θωμάς  ο Κοροβίνης, συνάντησε στο προξενείο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη την Ευθαλία. Την πλάτη της βάραιναν αρκετά χρόνια – πατημένα τα 80– και κείνη είχε πάει να εισπράξει  το επίδομα που δικαιούνταν από το ελληνικό κράτος.

   Ο  σουρτούκης  ο συγγραφέας  εύκολα πήρε χαμπάρι ότι η γριά γυναίκα  ήταν θεριακλού, την κέρασε τσιγάρο, «αχ, τσιγάρο ελληνικό» λιγώθηκε  εκείνη,  κι άρχισε αυθόρμητα   να του μιλά για μιαν  Ελλάδα βγαλμένη , θαρρείς,  απ’ την «Ιθάκη» του Αλεξανδρινού  Καβάφη.

  Έτσι,  έφτασε σε μας τυλιγμένη σε πυκνές σελίδες η Ευθαλία. Μια κοσμοπολίτισσα κόρη της Ανατολής , μαζεμένη σ’ ένα έργο μ’ ολόκληρη την πολυτάραχη  ζωή της στην Κωνσταντινούπολη.

Νικολέτα Βλαβιανού

  Ξεκίνησε νεαρό κορίτσι από τις ακτές της Προποντίδας κι έφτασε στα σοκάκια του Γαλατά και στο «Παρίσι της Ανατολής». Το κισμέτ τής έφερε τον μοιραίο έρωτα στα φλογερά μάτια ενός  Σπανιόλου αξιωματικού του αμερικανικού ναυτικού. Ξεκλείδωσε τον κόσμο της κι άπλωσε  μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις, αρώματα και χρώματα της Ανατολής. Μια ζωή που ακολουθεί την ακμή της ελληνικής παροικίας στην Πόλη και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

   Στο αφήγημα, λοιπόν,   του Θωμά Κοροβίνη: «Φαχισέ Τσίκα», αποκαλύπτεται η προσωπική μαρτυρία της  ηλικιωμένης γυναίκας από την Κερασούντα του Πόντου, της Ευθαλίας, κι  αναβιώνει η κατατρεγμένη ζωή της  από τα συνταρακτικά , αιματηρά γεγονότα   στη Μαύρη Θάλασσα των αρχών του 20ου  αιώνα, μέχρι την κατάληξή της – ύστερα από περιπετειώδεις περιπλανήσεις σε ξένους κόσμους – στα μπορντέλα του Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη. «Φαχισέ» στα τούρκικα σημαίνει «πόρνη». «Τσίκα», δηλαδή «κοπέλα», είναι το παρατσούκλι που της  έδωσε ο Σπανιόλος αγαπημένος της.

   Απ’ το βιβλίο ήταν αναμενόμενο να περάσει στο σανίδι.   Με  τόσες  χαροκαμένες μνήμες, τόσα τσακισμένα όνειρα και  φρούδες ελπίδες κι ανείπωτα λόγια στοιβαγμένα στο θυμικό της Ευθαλίας του Γαλατά , θα ήταν μεγάλο κρίμα να μην καθρεφτίζονταν ο θυελλώδης βίος  της σε πλατείες  θεάτρων  γεμάτες  κόσμο. Φτερό στον άνεμο η ίδια και η διαδρομή της σμιλεμένη από ζωή κι από θάνατο, χαραγμένη από θρήνους και σκόρπιες χαρές.

   Φαχισέ Τσίκα «αναγκαστικώς», ορφανό πολέμου «αναγκαστικώς», μετανάστης «αναγκαστικώς». Τα πάντα «αναγκαστικώς» και η ζωή της ένα διαρκές φευγιό.

Νικολέτα Βλαβιανού

Οι διωγμοί, οι ξεριζωμοί, οι θάνατοι, οι καημοί, τα χαμόγελα και τα γλέντια έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στο κορμί και στην ψυχή της. Μ΄ ένα τσιγάρο ελληνικό στο χέρι, αφηγείται στιγμή τη στιγμή  όλους τους κύκλους που ανοιγοκλείνουν δραματικά, αλλά πάντα κατορθώνει  να παραμείνει όρθια με χαμόγελο, όνειρο και πίστη.

    «…Ορφάνια; Μεγάλη. Όλο παρακαλούσα το Θεό να με σώσει. Με έσωσε…»

Κι  η  σωσμένη Ευθαλία πορεύεται και  ξοδεύεται σε μπαρ και σε οίκους ανοχής στα σοκάκια του Γαλατά και συναντά τον απόλυτο έρωτα στα μαύρα μάτια του Μαρτσιάνο, ενός μορφονιού  αξιωματικού του αμερικανικού ναυτικού

   «…Δεν θέλω να θυμάμαι. Φύγανε, θα φύγουνε; Δεν θυμάμαι, δεν θέλω να θυμάμαι. Τους είδα να βάζουν φωτιά, να καίνε το σώμα της μάνας τους, της ωραιότερης μάνας του κόσμου. Και από κει και πέρα φύγανε. Δεν έβρισκες άνθρωπο να μιλήσεις ελληνικά. Και η ζωή μου χειροτέρεψε…»

   Τραβάει την ανηφόρα  άλλοτε με κάποιον  Αντωνάκη κι άλλοτε μονάχη και συχνά με ανώνυμους κι αγνώστους , μα  παραμένει  η καλοσυνάτη, αγνή κι αγαθή Ευθαλία με τη γενναιόδωρη καρδιά, τον εκρηκτικό χαρακτήρα, το δυτικό μυαλό, την ανατολίτικη ψυχή, το καθαρό πνεύμα, την περίεργη ευφράδεια , τη διάχυτη αίσθηση του χιούμορ και την απαράμιλλη ομορφιά της.  Λαμποκοπά σαν αιώνια έφηβη και ονειρεύεται να επιστρέψει στην Ελλάδα για να λυτρωθεί, όπως ο Οδυσσέας στην Ιθάκη.

   Η Νικολέττα Βλαβιανού εκπλήσσει και συνταράσσει.   Πέρασε στον  ρόλο της όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ευθαλίας, με περίσσια  άνεση και ελευθερία.  Πληθωρική, βαθιά συναισθηματική, εύθραυστη, ανθρώπινη, χειμαρρώδης, συγκινητική, ενθουσιώδης, αεικίνητη, παθιασμένη, σπαρακτική, καθηλωτική. Η ίδια έχει επιμεληθεί τη θεατρική διασκευή του βιβλίου, βάζοντας σε μια τάξη τον  λόγο της Ευθαλίας. Το κοινό της γέμισε την ψυχή  με  δώρα – χειροκροτήματα στον χαιρετισμό της.

Νικολέτα Βλαβιανού

    «Ήρθαμε, θα φύγουμε. Παλούκι δεν θα δέσουμε εδώ. Θα πάμε με το ετζέι μας, με τη μοίρα μας, όταν έρθει η ώρα.» Είπε , άνοιξε το μπαούλο, έβγαλε μια μεγαλόπρεπη τουαλέτα, αυτή που ονειρευόταν να φορέσει στα νιάτα της, στολισμένη νύφη πλάϊ στον Σπανιόλο μορφονιό π’ αγάπησε παθιασμένα, μα πρόλαβε και της τον άρπαξε άλλη κι έκαμε και παιδιά μαζί της κι ξέμεινε η Ευθαλία με τα ρούχα και τα σκουριασμένα όνειρά της, σφραγισμένα  στο μπαούλο της. Ωστόσο, καθώς έσβηναν τα φώτα χαμογελούσε.  Μας χαμογέλασε κι έφυγε.

Ταυτότητα παράστασης:

Κείμενο και μουσική επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης
Σκηνοθεσία: Ρέϊνα Εσκενάζυ
Θεατρική διασκευή: Νικολέττα Βλαβιανού
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρομάχη Παπαδοπούλου
Σκηνικός χώρος: Αναστασία Αμβράζη
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Κοστούμια (σχεδιασμός- εκτέλεση): Δάφνη Τσακώτα
Κινησιολογία- χορογραφία: Μόνικα Κολοκοτρώνη

Ευθαλία η Νικολέττα Βλαβιανού.
Αφήγηση, μουσική και τραγούδι: Ελένη Καρβέλη, Ελεάννα Φινοκαλιώτη.