Ποιητική «Μήδεια» στον επιβλητικό λόφο του Αρχαιολογικού Μουσείου Φιλίππων, κριτική παράστασης

Written by

   Στο πλαίσιο του 4ου Εργαστηρίου Αρχαίου Δράματος και του 63ου Φεστιβάλ Φιλίππων, διακόσιοι θεατές απολαμβάνουμε,  βράδυ Δευτέρας,  μια εμπνευσμένη παράσταση – περφόρμανς  που αφορά τη Μήδεια  του Ευριπίδη.  Τη Μήδεια –  χαρακτήρα, που η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και η σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη της δίνουν τον χώρο για να ισορροπήσει επικίνδυνα μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου,  του τυπικού και του εξαιρετικού, του συμπαθούς και του αποκρουστικού, του «εγώ» και του «alter ego».

  Η Εύα  Σαουλίδου, ευαίσθητη, γήινη, καθόλου μυθική ή εξωπραγματική, αλλά παρουσία σύγχρονη, υποδύεται έξοχα μια  γυναίκα σε αδιέξοδο, μια πονεμένη  μάνα, μια προδομένη  σύζυγος.  Κινείται, μιλάει και καθηλώνει τον θεατή, όχι τόσο με τις ίδιες της τις πράξεις, όσο με το γεγονός ότι το  όλο πόνημα δεν της παρέχει κανένα πρόχειρο, μονοσήμαντο κλειδί ερμηνείας, παρά μόνο μια αποσβολωτική σειρά αντιφάσεων.

   Βλέπουμε συνεπαρμένοι από τη μυσταγωγία του χώρου, την υπέροχη μουσική του Φώτη Σιώτα, τα έντεχνα τραγούδια, την αισθαντική του φωνή,  τις μελετημένες ,στιλιζαρισμένες  κινήσεις του Δημήτρη Σωτηρίου και της Κικής Μπάκα,  να χρεώνεται η Μήδεια της Σαουλίδου  πράξεις ανατριχιαστικής βίας, να μεταλλάσσεται  αυτοστιγμεί σε τραγικό πρόσωπο, κερδίζοντας  τη συμπάθεια του κοινού.

   Τη βλέπουμε εκστασιασμένοι από την τεχνική της  να μεταμορφώνεται  από  διάπυρος κατήγορος του παραγκωνισμού των γυναικών , σε συνήγορο του «διαβόλου», εφόσον  εμφορείται  από τις ηρωικές, «ανδρικές» αξίες της τιμής και της εκδίκησης.

   Συνομιλεί με τον Αιγαία, με τον Ιάσωνα, άλλοτε σοφή γυναίκα, θύμα της ανδροκρατούμενης εξουσίας που ασφυκτιά στο περιοριστικό καθεστώς των ανδρών κι άλλοτε ρήτορας που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει σοφιστικά επιχειρήματα, ψυχολογική χειραγώγηση  και  να μεταμορφώνεται  μπροστά στον κάθε συνομιλητή της, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της.

  Η Εύα Σαουλίδου, εξαιρετική  σημερινή ερμηνεύτρια,  κατορθώνει σε λιγότερο από μια ώρα να πείσει ως ένθερμος θιασώτης του κοινωνικού και θρησκευτικού συμβολαίου της φιλίας, του όρκου, της ικεσίας και της πίστης, του γάμου και του οίκου και, ταυτόχρονα, να λογαριάζεται ως  πολυμήχανος μηχανορράφος που αδίστακτα παραβιάζει κατά το δοκούν,  το ίδιο  συμβόλαιο.

   Με μαεστρία  στα εκφραστικά της  μέσα, αυτή η Μήδεια, εξελίσσεται μπροστά μας από  ευαίσθητη γυναίκα και τρυφερή μάνα,  σε ένα ηφαίστειο άγριου, καταστροφικού θυμού, σε  μια στυγερή φόνισσα, η οποία, τελικά,  διαφεύγει την τιμωρία με τη θεϊκή παρέμβαση  και βρίσκει καταφύγιο στην Αθήνα.

  Ο Θοδωρής Γκόνης, σε ρόλο αφηγητή, γεφυρώνει τις αποστάσεις στη ροή της  ιστορίας, την οποία, οι περισσότεροι ήδη , ξέρουμε. Αιτία όλων των γεγονότων είναι ο έρωτας, από το πιο απλό στο πιο σύνθετο : η Μήδεια έρχεται στην Ελλάδα, γιατί ερωτεύεται τον Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας εγκαταλείπει την αγαπημένη και τα παιδιά του, επειδή αγαπά την κόρη του Κρέοντα. Η Μήδεια υποφέρει από ζήλεια.  Όλα αυτά, οδηγούν στην μανία, την παραφροσύνη και την αγριότητα του τραγικού τέλους του έργου. Ο ποιητής ερωτεύεται τον Έρωτα, τον λατρεύει και δε διστάζει να μιλήσει για τη δύναμή του σε όλη την έκταση τού έργου.

  Αν, όμως, ο έρωτας δεν μας αρκεί, έρχεται ο Ευριπίδης να μιλήσει για τις προσδοκίες των ανθρώπων και πώς αυτές μπορούν να τον απογοητεύσουν. Από τη μία, αυτός που πιστεύει στο «δούναι και λαβείν» και προσδοκά μια κοινή ζωή, και από την άλλη, αυτός που αψηφά τις υποσχέσεις του και εγκαταλείπει τα κοινά  όνειρα για μια νέα αρχή. Ποιος έχει περισσότερο θράσος;

   «Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς. Από καταγωγή, καθώς βρέθηκε ερωτική μετανάστρια στην Ελλάδα για χάρη του Ιάσωνα, και από έρωτα, γιατί μέσα από την ιστορία της «πέθαναν» ερωτοχτυπημένοι πολλοί άνθρωποι.

  Στην παρούσα παράσταση- περφόρμανς , σημαντικός επίκουρος της μαγικής , ποιητικής ατμόσφαιρας, ο  εμβληματικός αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων, η  καταπράσινη πεδιάδα  στον ορίζοντα, η καθαρή καλοκαιρινή βραδιά, οι ιδεώδεις φωτισμοί στα αρχαία απομεινάρια, η ευφυής σύζευξη μουσικής, χορού, υποκριτικής, τραγουδιού και, για το άρτιο αποτέλεσμα, η υπογραφή του Θοδωρή Γκόνη.

    Ο Ευριπίδης έκανε για άλλη μια φορά αυτό που είχε στο μυαλό του. Άνοιξε ένα νέο παράθυρο στην τέχνη και στην τραγωδία: συνδύασε μέσα σε ένα μόνο έργο την ευαισθησία της ανθρώπινης ψυχής και τις συγκινήσεις που την διακατέχουν, τόσο τις αγνές όσο και τις άγριες παρεκκλίσεις τους. Δεν είναι τυχαίο που κανείς, πέρα των σχολαστικών μελετητών, δε θυμάται τις «Μήδειες» που έφυγαν για άλλη χώρα ή αποχωρίστηκαν τα παιδιά τους εξαιτίας ενός πολέμου. Μένουμε οι πολλοί στη Μήδεια του Ευριπίδη. Τη Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της για χάρη της εκδίκησης. Κι εμείς οι διακόσιοι που είδαμε ( στη δεύτερη μέρα)  την παράσταση φορώντας την υποχρεωτική  μάσκα προστασίας,  μένουμε στη «Μήδεια» του 4ου Εργαστηρίου Αρχαίου Δράματος του  Φεστιβάλ Φιλίππων.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Γιώργος Χειμώνας
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
Σκηνικά – κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Συμεωνίδου
Μήδεια η Εύη Σαουλίδου
Συμμετέχουν οι χορευτές Κική Μπάκα, Δημήτρης Σωτηρίου και ο μουσικός Φώτης Σιώτας
Φωτογραφίες: Θανάσης  Σοφιανός