«Πέρσες» του Αισχύλου στο 63ο Φεστιβάλ Φιλίππων από το Εθνικό Θέατρο, κριτική παράστασης

Written by

   Ήρθε και στο Φεστιβάλ Φιλίππων  η φημισμένη παράσταση που σκηνοθέτησε ο νέος καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θέατρου Δημήτρης Λιγνάδης, «Πέρσες» του Αισχύλου, η οποία  ήδη  συγκέντρωσε πλήθος σχολίων, γεγονός που μεγιστοποιεί την πρόκληση για έναν – κατ’ εξακολούθησιν – θεατή αρχαίου δράματος.

   Τω όντι, μαζί με άλλους «μασκοφόρους» θεατές  βρέθηκα στο  κοίλο του αρχαίου μας  θέατρου μεσοβδόμαδα και την είδα. Την πλούσια και ιδιαίτερη παράσταση.

  Μια  φωτισμένη  Ακρόπολη- μινιατούρα στο μέσον της ορχήστρας  δεν μπορεί παρά  να  εκληφθεί ως σύμβολο μεν, ποικιλόμορφου στόχου δε. Οι απόψεις διαφοροποιούνται, ανάλογα με το ερέθισμα  που προκαλεί το μικρό  σκηνικό αντικείμενο στον κάθε βλέποντα και ακούοντα τα τεκταινόμενα στην ορχήστρα.  Εγώ θα το χαρακτηρίσω ιδιοφυές  σκηνοθετικό εύρημα για μια  Αθήνα  που τυφλώνει τους Πέρσες,  ως οδυνηρή υπόμνηση της  ήττας τους.

   Αυτό είναι το δεύτερο σημείο επαφής κοινού- παράστασης. Το πρώτο ήταν η είσοδος του Χορού των Περσών υπό τους ήχους κριτικής λύρας.  Προϊδέαση για την οικουμενικότητα του έργου, τη διασπορά των αντιπολεμικών ή αντιεξουσιαστικών  μηνυμάτων, όπου γης φυτρώνει το αγκάθι του ιμπεριαλισμού κι ευδοκιμεί το φρούτο του εθνικισμού.  

   Ακολουθούν τα υπόλοιπα. Εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα. Αρμονικά και αταίριαστα. Ξεκάθαρα και συγκεχυμένα. Ένας γόρδιος δεσμός  από μεταφρασμένα αρχαία ελληνικά και  λόγια με ερασμιακή προφορά, ο οποίος δε λύνεται ποτέ.  Ίσως, εξαιτίας της ελλιπούς καινοτόμου ιδέας  που δεν τελεσφόρησε επιτυχώς. Σίγουρα, όμως,  άξια συζήτησης.

  Η υπόθεση των «Περσών»  ξεκινά να εκτυλίσσεται από ένα χρονικό σημείο μεταγενέστερο της συντριπτικής ήττας της περσικής δύναμης στη Σαλαμίνα. Σε καμία περίπτωση δεν επιχειρείται η λεπτομερής και ακριβής καταγραφή των ιστορικών γεγονότων. Προέχει μόνο να περάσει μια εκδοχή της ιστορικής αλήθειας, έτσι όπως υπαγορεύει το θεατρικό είδος, και να αναδειχθεί η διαχρονική ουσία των πραγμάτων.

   Η τραγωδία του Αισχύλου, στο σύνολό της, διαπερνάται από το αντιθετικό ζεύγος «Έλληνες – βάρβαροι», καθώς η υπόθεση του έργου διαπραγματεύεται την τραγωδία των Περσών μετά την ήττα τους από τους Έλληνες.

    Στην αρχή της εμφανίζεται ο Χορός , ο οποίος αποτελείται ( κανονικά) από γέροντες Πέρσες που προσμένουν να πληροφορηθούν για την έκβαση της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα. Στο μεγαλύτερο μέρος της παρόδου τονίζεται η μεγάλη δύναμη των Περσών και ο ατρόμητος χαρακτήρας τους. Ο Χορός, που προοικονομεί την εξέλιξη του έργου, παρουσιάζει την υπεροχή των συμπολιτών του σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες, παρόλο που οι τελευταίοι αναδεικνύονται  νικητές της ναυμαχίας.

   Στη σκηνή εισέρχεται η Άτοσσα, σύζυγος του νεκρού Δαρείου και μητέρα του αρχηγού της εκστρατείας, Ξέρξη. Εμπιστεύεται στον Χορό την ανησυχία που την έχει κυριεύσει και διηγείται το όνειρο που την τάραξε (τη ζεύξη δύο γυναικών, μιας Ελληνίδας και μιας Ασιάτισσας, σε ένα άρμα από τον Ξέρξη), δηλώνοντας επίσης ότι προτίθεται να προσφέρει θυσία στους θεούς.
   Φθάνει ο αγγελιαφόρος και αναγγέλλει τη νίκη των Ελλήνων, την καταστροφή των Περσών και τον σωσμό του Ξέρξη. Ο Χορός  θρηνεί για την πανωλεθρία. Η Άτοσσα μαζί με τον Χορό προσφέρουν τιμές στον τάφο του Δαρείου. Ξαφνικά εμφανίζεται το φάντασμά του και  τους μιλάει. Ο Δαρείος πληροφορείται για τη συμφορά των Περσών και την αποδίδει στην αλαζονεία του γιου του που ξεπέρασε το μέτρο.  Η Σαλαμίνα είναι το πρώτο μέρος της ανταπόδοσης και οι Πλαταιές, όπως προφητεύει ο Δαρείος προτού επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο, θα είναι το δεύτερο.

   Έρχεται ο Ξέρξης με θρήνους για τη συμφορά  και σε λυρικό διάλογο με τον Χορό μνημονεύει και άλλους επιφανείς Πέρσες που χάθηκαν. Το έργο τελειώνει με λυρικούς θρηνητικούς στίχους που εναλλάσσονται ανάμεσα στον Ξέρξη και στον Χορό.

   Στο ανέβασμα της συγκεκριμένης τραγωδίας, σχεδόν  πάντα προκύπτει ένα μεγάλο εμπόδιο  στον εκάστοτε σκηνοθέτη. Να αποκρυπτογραφήσει το τραγικό στοιχείο πίσω από το ανδραγάθημα, να αναδείξει την τραγικότητα μέσα από τον ηρωισμό. Επειδή, εδώ δεν είναι ούτε η πλοκή ούτε η δομή της τραγωδίας αναμενόμενη και απλή, και, ως εκ τούτου, η τραγική κορύφωση και κάθαρση επέρχεται από άλλους δρόμους: ο τραγικός ήρωας, ο Ξέρξης, στο μεγαλύτερο μέρος της μόνο μνημονεύεται, δεν δρα. Εμφανίζεται στο τέλος και για πολύ λίγο  τσακισμένος και εξευτελισμένος, έχοντας χάσει την αίγλη και την παντοδυναμία του, τρανό τρόπαιο της Θείας Δίκης. Τον κυρίαρχο λόγο τον έχει ο Χορός, που είναι και ο μέγας πρωταγωνιστής.

   Η τραγωδία των Περσών χαρακτηρίζεται από την πρακτική των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις που αναφέρθηκαν ήδη, βάρβαροι – Έλληνες, μοναρχία – δημοκρατία, πολυάριθμος – ολιγάριθμος λαός , εφάπτονται στον κεντρικό άξονα που διαπερνά ολόκληρο το έργο.  

   Παρουσιάζοντας την πλευρά των Περσών, ο Αισχύλος καταφέρνει να δημιουργήσει στο δημοκρατικό κοινό που απευθύνεται, τις εικόνες αυτών των αντιθέσεων οξύνοντας τη φαντασία του. Μέσα από το έργο προβάλλονται, παράλληλα, οι ιδέες των μεγάλων θεμάτων. Συγκρούονται δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι και υπερτερεί αυτός με τη μικρότερη, αριθμητικά, δύναμη, αφού αυτό ήταν το θέλημα των θεών. Ο πόλεμος, ο θάνατος και ο θρήνος αποτελούν φύση όλων των θνητών, ανεξάρτητα από το αξίωμά τους.

  Στην παράσταση του Εθνικού θέατρου που είδαμε στους Φιλίππους, όλα συντελέστηκαν σ’ ένα πλαίσιο αντιθέσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο κείμενο.

 Το δραματικό κείμενο δεν μπορεί να παρασταθεί άμεσα στη σκηνή, χωρίς να προηγηθεί μια προκαταρκτική δραματουργική εργασία. Ο  Δημήτρης Λιγνάδης το έπραξε κι αποφάσισε  τον τρόπο ανάγνωσης του έργου. Στη συνέχεια εργάστηκε με τους υπόλοιπους συντελεστές στη δομή που χάραξε.  Κάποιες μέθοδοι που κατά καιρούς ακούμε, όπως «βρίσκουμε το έργο στην πορεία», είναι μάλλον λόγια –  καμουφλάζ  της αδυναμίας συγκρότησης του νου στον στόχο.

  Ο σκηνοθέτης  Δημήτρης  Λιγνάδης σοφίστηκε  για σκηνικό  μια οριζόντια σειρά από εκκλησιαστικά  στασίδια, η οποία   χρησιμοποιήθηκε  σαν σταθμός αποστασιοποίησης των γερόντων, όταν οι χαρακτήρες του έργου ενσαρκώνονται. Όταν, αίφνης,  το φάντασμα του Δαρείου εμφανίζεται και  συνομιλεί με την γυναίκα του ή όταν η Άτοσσα θρηνεί  τον θάνατο των Περσών στη Σαλαμίνα.

   Ο Χορός, ομοιογενής, εντυπωσίασε με τον συγχρονισμό του και την εμφανή του εκπαίδευση. Κινήθηκε ρυθμικά, συντονισμένα,  σε όλο το μήκος και το πλάτος της ορχήστρας. Έδρασε ως δυνητικός μηχανισμός προστασίας των Περσών, με  δόρατα στα χέρια, τα οποία σηματοδοτούσαν μια μάχη χαμένη αλλά όχι την ανδρεία, έστω παρούσα στους απόμαχους της ζωής.

  Ο Βασίλης Αθανασόπουλος, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς, ο Μιχάλης Θεοφάνους, ο Σπύρος Κυριαζόπουλος, ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας, ο Λαέρτης Μαλκότσης, ο Γιώργος Μαυρίδης, ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Γιάννος Περλέγκας και ο Αλμπέρτο Φάις λειτούργησαν εξαιρετικά,  άλλοτε σαν ένα σώμα και άλλοτε μεμονωμένα. Κέρδισαν το κοινό  από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό  της παράστασης,  με τον λόγο και τη σκηνική τους παρουσία.

   Συγχαρητήρια αξίζουν και στον Γιώργο Πούλιο, ο οποίος αναλαμβάνοντας τη μουσική επιμέλεια της παράστασης, κατάφερε να συγκεράσει τη σύγχρονη ελληνική παράδοση με την αρχαιότητα, χρησιμοποιώντας  ποντιακή και κρητική παράδοση, το μπουζούκι, αλλά και το θρησκευτικό στοιχείο.

  Τα κοστούμια της Εύας Νάθενα, απ’ την Ανατολή στη Δύση. Στον μεν Χορό θύμιζαν Φραγκισκανούς μοναχούς να δένουν με τα στασίδια- σκηνικά της Αλέγιας Παπαγεωργίου, ενώ το πληθωρικό βαρύτιμο φόρεμα της ΄Άτοσσας έδινε όγκο στο στέμμα, αλλά και την ευκαιρία στην ηθοποιό να κινηθεί ανεμίζοντας το περίσσιο ύφασμα  γύρω από τον άξονά της, μιας και ο ρόλος  τής βασίλισσας είναι, κατά κάποιον τρόπο, στατικός. Δαρείος και Ξέρξης φορούσαν ξεχωριστά ενδύματα. Ο μεν  πρώτος ντυμένος με ρούχο πλουμιστό,  μακρύ και με ουρά βασιλική,  φορτωμένο με σκόνη από τον άλλον κόσμο, ο δε δεύτερος, αιματοβαμμένος και κουρελής, όπως ταίριαζε σε έναν ηττημένο πολεμιστή. Ο Αγγελιαφόρος του Πανταζάρα, όμοιος με τους υπόλοιπους Πέρσες. Στιγμή απολαυστική για το κοινό, εκείνη των μισόγυμνων ανδρών που περιφέραν στον αέρα,  τη συνοδεία εκκωφαντικής μουσικής  τα πανωφόρια τους, σαν ξόρκια ενάντια στα  απρόσμενα δεινά και σαν  απελπιστική πράξη  διάρρηξης ιματίων από αγανάκτηση και πόνο.  Ενδιαφέρουσες και  οι χορογραφίες του Κωνσταντίου Ρήγου.

   Όσο για τις ερμηνείες των ηθοποιών, κινούνται στις παραστάσεις  – κατά κανόνα –   ανάμεσα στην προβλεπόμενη και την κανονισμένη από την σκηνοθέτη υπόκριση, μέχρι σε μια προσωπική μεταφορά, μια πλήρη αναδημιουργία εκ μέρους του ηθοποιού, με βάση τα εκφραστικά του μέσα και τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η έξοχη  απόδοση του Αργύρη Πανταζάρα, ως αγγελιαφόρος.  Στη δεύτερη, όλες οι άλλες ερμηνείες των χαρακτήρων.

  Ωστόσο, η Λυδία Κονιόρδου είναι μια  έμπειρη τραγωδός. Όμως, όπως προείπα,  η αντίφαση που δέσποζε στο όλο πόνημα  την οδήγησε σε μια Άτοσσα στιβαρή, δυναμική μεν, παλιομοδίτικη δε. Μας έφερε στη σκηνή  την Άννα Συνοδινού, την Αλέκα Κατσέλη, την Αντιγόνη Βαλάκου κι όλες τις μεγάλες ηθοποιούς που κατά καιρούς ερμήνευσαν τον ρόλο. Ενστικτωδώς  ή κατά παραγγελία, θεώρησα αυτήν την απόδοση ένα μνημόσυνο στις εκλιπούσες  πρωταγωνίστριες  και  η Λυδία Κονιόρδου καταχειροκροτήθηκε στο φινάλε.

   Ο  Αργύρης  Ξάφης υπηρέτησε όσο καλύτερα μπορούσε τον μικρό, όμως σημαίνοντα ρόλο του Ξέρξη, αλλά  πιστεύω ότι εξαντλήθηκε γρήγορα στον  θρήνο – μοιρολόγι.

   Ο Νίκος Καραθάνος, ως Δαρείος,  στον δικό του  ξεχωριστό, ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας, επιδόθηκε  σε μια ακόμη προσωπική, εξουθενωτική προσπάθεια αποδόμησης του ήρωα που κλήθηκε να υποδυθεί. Σε πολλούς άρεσε.

   Εν κατακλείδι, επρόκειτο για μια παράσταση  με πολλή δουλειά και ενδιαφέροντα σημεία. Με σκηνοθετικά ευφάνταστα ευρήματα και  γνωστές  επαναλήψεις.  Πιθανώς, την επόμενη μέρα αρκετοί να θυμούνται αποσπάσματά της. Έτσι κι αλλιώς,  η  περίπλοκη και ενδιαφέρουσα θεατρική τέχνη είναι θνησιγενής. Μένουν, όμως, τα γραπτά, οι συνεντεύξεις του κ. Λιγνάδη και τα σποτάκια στο διαδίκτυο.

Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση-Μετρική διδασκαλία: Θεόδωρος Κ. Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης
Χορογραφία, επιμέλεια κίνησης: Κωνσταντίνος Ρήγος
Σκηνικά: Αλέγια Παπαγεωργίου
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Νουρμάλα Ήστυ
Βοηθός σκηνογράφου: Δάφνη Φωτεινάτου
Βοηθός ενδυματολόγου: Σοφία Γαβαλά
Βοηθοί χορογράφου: Μαρκέλλα Μανωλιάδου, Άγγελος Παναγόπουλος
Βοηθός φωτίστριας: Μαριέττα Παυλάκη

Διανομή (αλφαβητικά)
Βασίλης Αθανασόπουλος, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Μιχάλης Θεοφάνους, Νίκος Καραθάνος, Λυδία Κονιόρδου, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Λαέρτης Μαλκότσης, Γιώργος Μαυρίδης, Αργύρης Ξάφης, Αργύρης Πανταζάρας, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιάννος Περλέγκας, Αλμπέρτο Φάις

Φωτογράφος παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου