«Όρνιθες», Κ.Θ.Β.Ε. στο 63ο Φεστιβάλ Φιλίππων, κριτική παράστασης

Written by

    Στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, βράδυ Σαββάτου, θεατές με μάσκες απέναντι σε ηθοποιούς με μάσκες,  σ’ ένα αμφίδρομο παραλήρημα ευδαιμονίας, σε μια ευτυχή  συνύπαρξη ευθυμίας  μέσα  σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Αυτόν τον γοητευτικό, σαγηνευτικό,  παραμυθένιο κόσμο του Αριστοφάνη, που, κάθε φορά, φανερώνει ευμεγέθεις αλήθειες, πικρές αλήθειες αλλά στεφανωμένες με τη γλύκα  της αιχμηρής σάτιρας, της παρωδίας ενίοτε, της κωμωδίας πάντοτε. Δυο ώρες ευφορίας, δυο ώρες απαράμιλλης θεατρικής δεξιοτεχνίας. Από τους συντελεστές της παράστασης  «Όρνιθες» του Κ.Θ.Β.Ε.  Ό,τι καλύτερο μας κέρασε το καλοκαίρι των ζοφερών ειδήσεων, των απαγορεύσεων, του φόβου, των ακυρώσεων  και των αγκυλώσεων  από τα «μη» και τα πρέποντα «όχι».

  Το 63ο Φεστιβάλ Φιλίππων  υποδέχτηκε και φέτος τον φορέα – συνδημιουργό  του θεσμού. Το Κ.Θ.Β.Ε.

  Ο πολυμήχανος Γιάννης Ρήγας, διευθυντής επί σειρά ετών της Δραματικής Σχολής του βορειοελλαδίτικου κρατικού φορέα,  σκηνοθέτησε την απολαυστική κωμωδία του Αριστοφάνη «Όρνιθες», αγαπημένη για ιδιαίτερους λόγους. Ο σπουδαιότερος, η αλήστου μνήμης παράσταση του Κάρολου Κουν από  το «Θέατρο Τέχνης»  ( 1959 – 1960)  και  η  αναβίωσή της  το 1975.

  Ο ποιητής σατιρίζει κι εδώ αμείλικτα την πολιτική πραγματικότητα και τις επιλογές των ηγετών της εποχής του. Διακωμωδεί πολιτικά πρόσωπα, χρησιμοποιεί το στοιχείο της έκπληξης, του απρόοπτου, της υπερβολής, βωμολοχικά στοιχεία, παρωδεί τους τραγικούς ποιητές, κάνει λογοπαίγνια και συνθέτει αστείες λέξεις, όπως η «Νεφελοκοκκυγία» , ενώ δείχνει ελάχιστο σεβασμό σε θεούς και δοξασμένους ήρωες, χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ για τον οξύ του λόγο.

   Οι «Όρνιθες» είναι η μόνη κωμωδία, όπου ο Αριστοφάνης παρωδεί το τυπικό των όρκων , τη στρατιωτική ορολογία, την έντεχνη σοφιστική ρητορική, την πρόσκληση για φιλοξενία , το δημοτικό τραγούδι του αγερμού (συγκέντρωση σε σπίτια), την ορφική κοσμογονία, τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, το διθυραμβικό ύφος,  ένα υπόρχημα  ( χορικό άσμα) του Πινδάρου, την ακατάληπτη γλώσσα ενός τεχνοκράτη, την περιγραφή της Βαβυλώνας από τον Ηρόδοτο, τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις,  την ποίηση του διθυραμβοποιού Κινησία, ως και τα τραγούδια του γάμου.

  Το έργο  παρουσιάστηκε το 414 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο.
  Στα πουλιά – όρνιθες, το θέμα είναι η φυγή του βασανισμένου κι ειρηνόφιλου ανθρώπου για μια χώρα όπου επικρατεί μια  μακάρια ειρήνη. Δυο απλοί  πολίτες φεύγουν απ’ τον τόπο τους και φτιάχνουν ανάμεσα στον ουρανό και τη γη  ένα πουλοβασίλειο ,τη  «Νεφελοκοκκυγία» (κατοικία κούκων στα σύννεφα). Πίσω απ’ αυτήν την «επιχείρηση», διαφαίνεται η σάτιρα του ποιητή για  την επιπόλαια εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία το καλοκαίρι του 415 π.Χ. και είναι μια εσκεμμένη  διακωμώδηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων  του Αλκιβιάδη ( ο Πεισθέταιρος τού ταιριάζει),  ενός  πολεμοχαρούς στρατηγού αντίθετου προς την πολιτική του Νικία (ο Ευελπίδης στο έργο). 

   Το δυσάρεστο  είναι  ότι δεν αργούν να καταφτάσουν εκεί  κι άλλοι άνθρωποι, οι φαύλοι της Αθήνας,  που θέλουν  συμμετοχή στην ίδρυση της νέας πόλης. Έτσι, ο Αριστοφάνης  φέρνει  στη σκηνή μια ολόκληρη σειρά από εκπληκτικούς τύπους,  ο καλύτερος εκπρόσωπος των οποίων  είναι ένας ποιητής που θέλει να μεταμορφωθεί σε αηδόνι, χώρια που έρχεται ακάλεστη  και μια πρεσβεία των θεών.

   Η Πάροδος (είσοδος του Χορού) παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Ξεκινά με το αναπαιστικό (στιχουργικό μέτρο) κάλεσμα της Αηδόνας, συνεχίζει με την πρόσκληση των άλλων πουλιών, δίνοντας την ευκαιρία στον ποιητή να χρησιμοποιήσει σύνθετα μετρικά και μουσικά μέρη μ’ ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η μονωδία του Τσαλαπετεινού (‘Εποπα), με την διακριτή διαφοροποίηση των μερών της  είναι το διασημότερο λυρικό κομμάτι της Αρχαίας Κωμωδίας.

  Ο Χορός στην αριστοφανική κωμωδία άλλοτε υποστηρίζει τον ήρωα και άλλοτε, όπως εδώ, αντιδρά στα σχέδιά του με  τη μορφή δυναμικής αντιπαράθεσης.

  Το χτίσιμο των διαχωριστικών τειχών ανάμεσα στη Γη και στον Ουρανό προκαλεί την εμφάνιση διαφόρων «παράσιτων», μελών της αθηναϊκής κοινωνίας: ενός ποιητή, ενός κρατικού επόπτη, του Μέτωνα του αστρολόγου και ενός «ψηφισματοπώλη» που αντιμετωπίζονται εχθρικά από τα πουλιά, όπως και η αγγελιοφόρος των θεών, η  Ίρις. Τελευταίοι εμφανίζονται οι τρεις  διαπραγματευτές των θεών: ο Προμηθέας, ο Ηρακλής  κι ένας βάρβαρος θεός των Τριβάλλων, που προκαλεί γέλιο με τα ακατανόητα ελληνικά του, τα οποία  ο Ηρακλής μεταφράζει, κατά το δοκούν.

  Ο Πεισθέταιρος καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με όλους, με όπλα τη σάτιρα, την ειρωνεία αλλά και με  κωμικές απειλές ή χειροδικίες. Ο Δίας υποχρεώνεται να  του παραχωρήσει τη «Βασιλεία» (την προσωποποίηση της εξουσίας)  και η κωμωδία τελειώνει με το θριαμβευτικό φαγοπότι της γαμήλιας ένωσης του Πεισθέταιρου  με την ουράνια θεά.

Η παράσταση

   Είναι σίγουρο ότι ο σκηνογράφος  της αρχαίας  παράστασης θα είχε σαφή εντολή από τον Αριστοφάνη να αποφύγει τη ρεαλιστική ή νατουραλιστική απεικόνιση του ορεινού τοπίου της σκηνής  και να προσδώσει στον χώρο έναν χαρακτήρα όσο το δυνατόν απροσδιόριστο, μιας και μιλούμε για θέατρο συμβάσεων, που ουδεμία σχέση έχει με τον ρεαλιστικό και αντισυμβατικό χαρακτήρα του μεταγενέστερού του ευρωπαϊκού θεάτρου.

   Εξάλλου, μόνο στην περίπτωση του σύγχρονου θεάτρου, όπου επικρατεί ο σκηνικός ρεαλισμός, τα σκηνικά αποσκοπούν στο να ηθογραφήσουν τα πρόσωπα και να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση ατμόσφαιρας, προκειμένου να πεισθεί ο θεατής.

   Το λιτό σκηνικό που στήθηκε εδώ  από τον Κέννυ ΜακΛέλλαν , ένας ξύλινος διάδρομος κι ένα όρθιο ταμπλό με ζωγραφισμένα σύννεφα,   εξυπηρετεί  αυτήν την άποψη και δε χρήζει περαιτέρω σχολιασμού.  Η λειτουργικότητά του ήταν εμφανής στην παράσταση.

   Ο σκηνοθέτης  Γιάννης Ρήγας  γνωρίζει  πολύ καλά όλες τις παραμέτρους , εφόσον ο ίδιος είχε πάρει μέρος στην αναβίωση της μνημειώδους  παράστασης  του Κουν το 1975. Στο πρόγραμμα της παράστασης  δηλώνει ο ίδιος  επ’ αυτού: «Όλοι μαζί κάτω από τις φτερούγες ενός μεγάλου θεάτρου, του Κρατικού, σε δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες  ανεβαίνουμε χωρίς υπεκφυγές στη  σκηνή, λέμε την ιστορία μας, γελάμε και δακρύζουμε. Πετάμε! Οι «Όρνιθες» κουβαλούν έναν γρίφο. Είναι κατά το ήμισυ μια ουτοπία και κατά το δεύτερο ήμισυ το αποτέλεσμα αυτής της ουτοπίας».

   Η παράστασή του  αρχίζει και τελειώνει με το κουστούμι που είχε σχεδιάσει ο Γιάννης Τσαρούχης. Με ευφάνταστα  στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητά μας, από την πανδημία – έξυπνο το παιχνίδισμα των κορονοϊών στη σκηνή και το αντίστοιχο μουσικό θέμα- μέχρι τον αθηναϊκό  «Μεγάλο περίπατο»  και το Μετρό Θεσσαλονίκης, ο σκηνοθέτης στοιχίζει με ξεκάθαρο τρόπο τα προβλήματα μιας διεφθαρμένης κοινωνίας δημιουργώντας δίκτυο μεταξύ των εποχών, που, δυστυχώς,  φαίνεται να μη διαφέρουν ιδιαίτερα.

  Όλες οι σκηνές με τους  χαρακτήρες που παρεισέφρησαν στην «ιδιωτική» πουλοπολιτεία, χάρμα οφθαλμών, μια πολύτροπη απολαυστική σεκάνς μέσα στο έργο, ένα επίτευγμα εξυπνάδας στη σύλληψη ιδεών  και τεχνικής  αρτιότητας  στην εκτέλεση επί σκηνής. Η γόνιμη φαντασία και το πλούσιο ταλέντο, οι  δυνάμεις υποκριτικής, μουσικής, χορογραφίας, ενδυματολογίας ενώθηκαν και χάρισαν  εκπληκτική απόδοση και υψηλής αισθητικής εικόνες.

  Οι ιαμβικές σκηνές , εξίσου απολαυστικές. Μικρά αυτοτελή στιγμιότυπα  απογείωσαν το κείμενο.  Ο Γιώργος Χριστιανάκης   έπλεξε περίτεχνα τα μουσικά θέματα πλημμυρίζοντας το αρχαίο θέατρο  με περισσή νοσταλγία. Η μουσική είχε τιμητικές  αναφορές στον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά και στον πρόσφατα εκλιπόντα Ένιο Μορικόνε.

  Οι σκηνοθετικές προσθέσεις- ευρήματα, άξιες επαίνων. Για παράδειγμα, το μιξάζ των λατρεμένων τραγουδιών αγάπης ενθουσίασε το κοινό και καταχειροκροτήθηκε. Όπως κι όλες οι  ευφυείς πινελιές φρεσκάδας , εφόσον στόχευσαν τόσο πετυχημένα  την επικαιρότητα.

   Η μετάφραση  κύριο εργαλείο οικοδόμησης της παράστασης.  Μέσα από το χυμώδες, έξυπνο, σημερινό κείμενο του Κ.Χ. Μύρη ( φιλολόγου Κώστα Γεωργουσόπουλου), ο  ποιητής αφηγείται με κωμικό τρόπο τη μελαγχολική ιστορία της πτώσης των ανθρώπων από την αταξία στην τάξη, από το παιχνίδι στον θεσμό και στις συμβάσεις, από την αθωότητα και την ελαφράδα στη βαριά εμπειρία που μας δένει οριστικά με τη γη.

   Ο σκηνοθέτης Γιάννης Ρήγας, αβρός και ενδελεχής  μελετητής  του αρχαίου δράματος, έδωσε έμφαση στα όπλα που επέτρεψαν την ανθρώπινη πρόοδο: τη γνώση, την εφευρετικότητα, την αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα και την αλληλεγγύη. Εμπλούτισε την πλοκή με θαυμαστής  οξύνοιας ευρήματα, έδωσε τεράστια σημασία στη λεπτομέρεια, δώρισε ευκαιρίες σε καλλιτέχνες να δείξουν δεξιότητα και χάρη κι εμείς  οι  τυχεροί στο κοίλο, γευτήκαμε τον εξαίσιο δερβίσικο  χορό της γυναίκας – παραδείσιο  μαύρο πουλί, ευφρανθήκαμε σε υπερθετικό βαθμό με την εμφάνιση και την ερμηνεία των σκουληκιών -ψευδομαρτύρων, με τον απίστευτο Τριβαλλό, με τους υπέροχους αρχιτέκτονες- μηχανικούς – λαμόγια, με τον έξοχο  απατεωνίσκο ποιητή, με τον απίθανο Κινησία, με την ξεκαρδιστική κήρυκα – σειρήνα, τους βαρελόφρονες επιθεωρητές. Στιγμές ευφυέστατες.  Πολύτιμο, αβίαστο γέλιο στους θεατές. Σημαντική  προσφορά στις μέρες μας.

  Μεγάλος πρωταγωνιστής  ο Χορός. Εκπαιδευμένοι νέοι  και παλαιότεροι ηθοποιοί,  με πολλή δουλειά και με τα θεαματικά  πολύχρωμα κοστούμια της Δέσποινας Ντάνη  όργωσαν την ορχήστρα, τραγούδησαν και χόρεψαν αριστοτεχνικά, όπως τους δίδαξε ο εξαιρετικός χορογράφος και γνωστός στο κοινό του Φεστιβάλ  Δημήτρης Σωτηρίου,  ερμήνευσαν έξοχα  τους επιμέρους ρόλους.  Άξιοι καλλιτέχνες, σπουδαίοι υπηρέτες της τέχνης τους, μάγεψαν, καθήλωσαν, συνεπήραν, δίχως υπερβολή,  τους θεατές.

  Ο Ταξιάρχης Χάνος υποδύθηκε με κέφι έναν αυθεντικά  λαϊκό Πεισθέταιρο,  χωρίς να γλιστρήσει σε μια γραφική μονοδιάστατη φιγούρα. Έλεγχος στα εκφραστικά του μέσα και καλή χημεία  με τον Χρήστο Στέργιογλου. Ο ηθοποιός ευρύτατης γκάμας  έδωσε εδώ  έναν μελίρρυτο ΄Εποπα. Ικανοποιητικός και ο Γιάννη Σαμψαλάκης ως Ευελπίδης. Επίσης, όλοι οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τους υπόλοιπους ρόλους,  κινήθηκαν μέσα στο αριστοφανικό πνεύμα, άρρηκτα δεμένοι με τη σκηνοθετική άποψη.

  Ιδιαίτερη μνεία στη  Μάρθα Φωκά για τις  εμπνευσμένες μάσκες των ορνίθων και όλων των ρόλων. Αξιέπαινη δουλειά με  τόλμη και γοητεία.

  Επρόκειτο  στο σύνολό της για μια καλοκουρδισμένη  κι ευφρόσυνη παράσταση, μια εξαιρετική παραγωγή του Κ.Θ.Β.Ε και μια ξεχωριστή συμμετοχή  στο 63ο Φεστιβάλ Φιλίππων. Τα  εύσημα σε όλους τους συντελεστές.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας
Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Δέσποινα Ντάνη
Μουσική: Γιώργος  Χριστιανάκης
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Κίνηση μάσκας: Σίμος Κακάλας
Βοηθός σκηνοθέτης: Μιχάλης Σιώνας
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρέας Κουτσουρέλης
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη, Μαριλύ Βεντούρη

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ελευθερία Αγγελίτσα (Τριβαλλός), Λίλα Βλαχοπούλου (Υπηρέτης του Έποπα), Ιωάννα Δεμερτζίδου (Κήρυκας), Δημήτρης Διακοσάββας (Κινησίας), Αριστοτέλης Ζαχαράκης (Επιθεωρητής, Ψευδομάρτυρας), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ψευδομάρτυρας), Στεφανία Ζώρα (Β΄ Αγγελιοφόρος), Ήριννα Κεραμίδα (Ψευδομάρτυρας), Μαριάννα Κιμούλη (Κήρυκας), Γιώργος Κολοβός (Προμηθέας), Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη (Κήρυκας), Μάρα Μαλγαρινού (Κήρυκας), Τατιάνα Μελίδου (Ψευδομάρτυρας), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Κήρυκας), Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Ίρις), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Ηρακλής), Θανάσης Ραφτόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Θανάσης Ρέστας (Α΄ Αγγελιοφόρος, Ποσειδών), Γιάννης Σαμψαλάκης (Ευελπίδης), Περικλής Σιούντας (Συνταγματολόγος, Ψευδομάρτυρας), Κατερίνα Σισσίνι (Αγγελιοφόρος), Βασίλης Σπυρόπουλος (Ιερέας), Χρήστος Στέργιογλου (Έποπας), Γιάννης Τσεμπερλίδης (Ποιητής), Ιώβη Φραγκάτου (Χρησμολόγος), Ταξιάρχης Χάνος (Πεισθέταιρος)

Χορός των πουλιών: Ελευθερία Αγγελίτσα, Λίλα Βλαχοπούλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δημήτρης Διακοσάββας, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στεφανία Ζώρα, Ήριννα Κεραμίδα, Μαριάννα Κιμούλη, Γιώργος Κολοβός, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάρα Μαλγαρινού, Τατιάνα Μελίδου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Θανάσης Ρέστας, Περικλής Σιούντας, Κατερίνα Σισσίνι, Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου