Οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου, κριτική παράστασης

Written by

    Η πρωτοτυπία, η ευφυΐα, η γοητεία, η φαεινή ιδέα  της ερωτικής διαδρομής  από  το στομάχι  στον εγκέφαλο, από το τραπέζι  στο κρεβάτι, οι λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων,  όπως οργή,  λαχτάρα, έλξη, απελπισία,  φιληδονία στον ουρανίσκο  και ορμές στο υπογάστριο,  αλλά και  οι  οσμές  από ένα τραπέζι στρωμένο  με  επιτηδευμένες γαστριμαργικές  συνθέσεις, συναντώνται σ’ ένα εκπληκτικό κείμενο  που ερεθίζει  ορέξεις κάθε είδους. Υψηλές και ταπεινές. Πανανθρώπινες  όλες, δίχως   σύνορα, περιορισμούς, διαχωρισμούς γεωγραφικούς ή φυλετικούς.  Ο εμπνευστής  Ανδρέας Στάικος, συνέταξε με όλα τα παραπάνω στοιχεία μια ιστορία  αισθήσεων και παραισθήσεων, ένα έργο – σπονδή στον έρωτα και στην «αμαρτία». Στα φυσικά  ορμέμφυτα και στα επίκτητα πάθη.

    Ένα τόσο «ευωδιαστό» αποτέλεσμα,  ήταν εύκολο να  περιτυλίξει   την ανθρωπότητα, όπου γης.  Έτσι,  μεταφράστηκε  σε  34  γλώσσες  κι έπεται συνέχεια.  Ο συγγραφέας  είναι πλέον ένα σημαντικό  κεφάλαιο  στα ελληνικά γράμματα.
   Ο Ανδρέας Στάικος  γεννήθηκε στην  Αθήνα  το  1944. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο  Θεσσαλονίκης  και θέατρο   στο Παρίσι. Έζησε  εκεί  από το 1967 έως το 1981. Συνήθως,  γράφει θέατρο με τη σύμπραξη ομάδος ηθοποιών κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Εξαιτίας  αυτής της ιδιομορφίας σκηνοθετεί ο ίδιος τα περισσότερα έργα του, τουλάχιστον στην πρώτη παρουσίασή τους.  Παράλληλα,  δοκιμάζει  μια οξύτατη διακωμώδηση των ανθρωποφαγικών ορέξεων του έρωτα  με τα πεζά του «Αισχροτάτη Εριέττα»  (1979) και  «Επικίνδυνες μαγειρικές»  (1998).

   Έχει διδάξει στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου και στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει μεταφράσει έργα των  Pierre-Ambroise Choderlos de Laclos, Marivaux,  Alfred de Musset, Eugene Labiche,  Moliere, κ.ά.

   «Το  δεύτερο βιβλίο   ξαναγράφτηκε ως θεατρικό  έργο  κι  έχει προστεθεί ένας  χαρακτήρας  που δεν υπήρχε στις σελίδες του . Στην παράσταση  τον υποδύεται ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Παίρνοντας από τον συγγραφέα τον υπέροχο, εκλεπτυσμένο και κομψό λόγο  που υπαινίσσεται λαγνεία, ειρωνεία και στυλ, το μετέτρεψα σε ένα noir comic. Η Νανά, η ιδανική ερωμένη που τη διεκδικούν  δύο αντεραστές, για μένα δεν είναι μία γυναίκα. Είναι μία χίμαιρα. Είναι αυτό που κυνηγάμε στη ζωή μας , αυτό το ιδεατό  που, σχεδόν ποτέ, δεν το ανακαλύπτουμε»,   δηλώνει σε συνέντευξή  της  η  σκηνοθέτις  Κερασία Σαμαρά.

    Πιο συγκεκριμένα, το έργο πραγματεύεται  τον πόλεμο του έρωτα ή μάλλον, τον έρωτα ως πόλεμο, σε μια διάσταση ,όμως , διόλου  τραγική: δύο άντρες, ο Δημήτρης  και  ο Δαμοκλής, συγκάτοικοι στην ίδια  οικοδομή διατηρούν σχέσεις  με μια γυναίκα – κόλαση , τη Νανά, η οποία, ­ κατά τα λεγόμενά της, ­ είναι παντρεμένη.  Μέσα από διαβολικές, μαγειρικής προέλευσης,  συμπτώσεις  και σε κλίμα κωμωδίας παρεξηγήσεων, όπου μαϊντανοί χορεύουν στο ταψί, παντόφλες  με μαύρη φουντίτσα  καταφέρουν μοιραία πλήγματα και  ιριδίζοντα νύχια αποβαίνουν θανατηφόρα, οι  αντίζηλοι  αντιλαμβάνονται ότι είναι εξίσου απατημένοι ­ από  τον υποτιθέμενο σύζυγο  της  ερωμένης  τους.  Τότε αρχίζει ο πόλεμος των τριών. Διότι η Νανά, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, της οποίας ακόμη και το όνομα έχει ποικίλες συνδηλώσεις θηλυκότητας (nana = γυναίκα αλλά και Νανά = πόρνη στον Ζολά), ήδη μάχεται αγώνα δίκαιο υπέρ ματαιοδοξίας και ηδονής. Οι δύο άντρες μπαίνουν στη μάχη για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Τους κατευθύνει  σ’ αυτήν  ένας  μυστηριώδης  υποκινητής , ένας δαίμονας ή μια ανώτερη  δύναμη που  ερμηνεύει με σαρκασμό και φλεγματικό  χιούμορ ο  Κωνσταντίνος Τζούμας,  ο οποίος κινεί τα νήματα της μαγειρικής σύγκρουσης των αντεραστών και φαίνεται να έχει δικούς του λόγους που τον εμπλέκουν σ’ αυτήν την ερωτική διαμάχη.

   Η παράσταση έχει εξαιρετικό εικαστικό ενδιαφέρον, έχει έξυπνη σκηνοθεσία που ακλούθησε τις  δέκα  επτά  εικόνες  του κειμένου  κι έδωσε  γρήγορο  ρυθμό στην εξέλιξη  με την αλληλοδιαδοχή του  σκοταδιού και του φωτισμού,  τη συνοδεία  ευχάριστης μουσικής.  Ο θεατής  όχι μόνο δεν κουράζεται  αλλά αδημονεί  για την έκβαση  της πλοκής. Επίσης, η σκηνοθέτις   κράτησε ευφυώς  το φιλοσοφικό  υπόβαθρο  του κειμένου,  με λιτά σκηνικά  και  χωρίς  ρεαλιστικές εικόνες   στο τραπέζι.  Αχνιστά  πιάτα δεν υπάρχουν,  υπάρχει  όμως  αισθησιασμός,  ξέχειλος  πάνω  και  πέρα  από το τραπέζι.

  Βλέπουμε,  με αμείωτο  ενδιαφέρον στη σκηνή,   μια διακωμώδηση των ορέξεων με ερωτική πλοκή. Μια αλληγορία με πολλά αρχέτυπα και συμβολισμούς. Γεύματα διανθισμένα με ίντριγκα, ελευθεριότητα, πάθος, ζήλια και διεκδίκηση μέχρις εσχάτων. Κουζίνα και κρεβατοκάμαρα, συναίσθημα  και ύλη, αισθησιακή απόλαυση και γευστικά  έργα τέχνης, την ώρα που  «η ντομάτα αγκαλιάζει το ρύζι  σφιχτά, όχι  όμως ασφυκτικά, και το προστατεύει  χωρίς  να το δεσμεύει» .  Πέρα από το σαρκαστικό χιούμορ και τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο σοβαρό και το αστείο, η γραφή του Ανδρέα Στάικου ευφραίνει ψυχή και νου. Ωραία ελληνικά στ’ αυτιά, μας κάνει να θαυμάσουμε  άλλη μια φορά την ομορφιά και  τον πλούτο της   γλώσσας  μας.

   Η Κερασία Σαμαρά, σκηνοθέτις   και πρωταγωνίστρια  της παράστασης, παρεμβαίνει όποτε  χρειάζεται , ως Νανά, για να τονώσει  τη  ματαιοδοξία των εραστών, ανασυντάσσεται όταν αιφνιδίως  αλλάζουν οι παράμετροι της σχέσης, αλλάζει πορεία, οργανώνει εξαρχής το παιχνίδι. Υποκρίνεται σε τέτοιο βαθμό που χάνει την εικόνα του εαυτού της, υποδύεται τον ρόλο της με τόση ζέση, ώστε  ο ρόλος γίνεται η  ζωή της.  Τούτο δεν ισχύει για τους δύο άμαθους ­ αλλά και ανεπίδεκτους ­ εραστές, οι οποίοι, φίλοι πλέον, μένουν στο τέλος να πενθούν την αποχώρησή της διά βίου.

   Η Κερασία Σαμαρά  είναι  εξόχως  απολαυστική  «Νανά». Σκηνική παρουσία σαγηνευτική.  Εντυπωσιακή μέσα στο πορφυρό της  φόρεμα, φιλήδονη, μια οπτασία με σάρκα και οστά που απολαμβάνει τη γαστρονομική και ερωτική ιεροτελεστία που της παρέχουν οι δυο απίθανα διαφορετικοί εραστές της. Χάρμα οφθαλμών, ασυζητητί.

   Ο Δημήτρης,  Άρης Παπαδημητρίου, όμορφος, αθλητικός νέος, δυναμικός, έχει την αφέλεια  και τις  ορμές  της νεαρής του ηλικίας.  Ο Δαμοκλής, Ζαχαρίας Ρόχας, έχει μιαν άλλη βαρύτητα, λεπτότητα και βάθος. Εκφράζεται με σώμα και  πρόσωπο, μηδενίζει  την απόσταση από τον νεαρότερο  και, σαφώς, ωραιότερο  αντίζηλό  του.  Η χημεία μεταξύ τους  στη σκηνή, εμφανέστατη.

  Πρόκειται  για  μια ιδιαίτερη  παράσταση , μέγιστης  αισθητικής  και  βαθιάς  φιλοσοφίας.  Απολαύσεις  υλικές  και σαρκικές  στις  ανθρώπινες  σχέσεις.

Συντελεστές:

Κείμενο: Ανδρέας Στάικος
Σκηνοθεσία: Κερασία Σαμαρά
Σκηνικά-Κοστούμια: Κώστας Βελινόπουλος
Μουσική: Τάσος Καρακατσάνης
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Εικαστική δημιουργία: Θανάσης Παναγιώτου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τζένη Αναγνωστοπούλου
Κινηματογράφηση –Φωτογράφιση: Τζένη Γαβρά
Επεξεργασία Ψηφιακού Υλικού: Πέτρος Αργυρός
Επικοινωνία: Ρίτα Σίσιου Τ 697 922 2214
Παραγωγή: ΛΥΚΟΦΩΣ – ΘΕΣΙΣ – ΥΠ.ΠΟ.
Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Τζούμας, Ζαχαρίας Ρόχας, Κερασία Σαμαρά, Άρης Παπαδημητρίου.