«Η Ευνοούμενη» κριτική ταινίας

Written by

Η Ευνοούμενη, κριτική ταινίας Παύλος Λεμοντζής
Ο αγχίνους Λάνθιμος δωρίζει το κλέος τής «Ευνοούμενής» του στη χώρα καταγωγής του.

Η Ευνοούμενη, κριτική

Βρετανική ταινία με ελληνική υπογραφή το «The Favourite» , φορτωμένη, ήδη, με βαρύτιμους τίτλους και δέκα υποψηφιότητες στα Οscar, τη μέγιστη διάκριση στο παγκόσμιο σινεμά κι μ’ έναν ορθάνοιχτο ορίζοντα μπροστά της για πετυχημένη καριέρα στις σκοτεινές αίθουσες έβδομης τέχνης του πλανήτη.

Ο Γιώργος Λάνθιμος δεν είναι τυχαία στην κορυφή. Βήμα- βήμα κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση . Από τα βιντεοκλίπ εγχώριων καλλιτεχνών στην ελληνοαυστραλέζικη παραγωγή « Ο καλύτερος μου φίλος» και στη συνέχεια στα μεγάλα σαλόνια με τα κόκκινα χαλιά, στα βραβεία και στις διακρίσεις, όπως όλοι ξέρουμε.


Κάθε ταινία και βραβείο. Όχι ένα. Πολλά. Έτσι, έφτασε στην «Ευνοούμενη». Σήμερα συζητείται σ’ όλον τον κόσμο και θα παραμείνει στο ενδιαφέρον κοινού, κριτικών, δημοσιογραφιών και μετά την απονομή των χρυσών αγαλματίδιων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ θα μνημονεύεται στο διηνεκές, όσο – τέλος πάντων – ο θεσμός των Oscar θα μένει ζωντανός στους επερχόμενους αιώνες.


Την ταινία είδα σε αίθουσα δυτικά της πόλης. Επέλεξα απογευματινή προβολή για να τη χαρώ δίχως τους ενοχλητικότατους , αποπροσανατολιστικούς θορύβους από μασέλες που κατασπαράσσουν ηχηρά τα καλαμπόκια- φούσκες . Σωστά έπραξα. Η αίθουσα σχεδόν δική μου κι οι ελάχιστοι τυχεροί βυθισθήκαμε ανενόχλητοι στον 18ο αιώνα της Βρετανικής βασιλικής νομενκλατούρας, μέσα από τα συναρπαστικά πλάνα με υπερευρυγώνιο φακό –σήμα κατατεθέν του Στάνλεϊ Κιούμπρικ , τα οποία δεξιοτεχνικά χειρίστηκε ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης.


Οι Ντέμπορα Ντέιβις , και Τόνυ Μακ Νάμαρα έγραψαν μια ιστορία, περισσότερο αλήθεια και λιγότερο μύθος, που αφορά στη βασίλισσα Άννα της Αγγλίας στις αρχές του 18ου αιώνα, μιας γυναίκας ευάλωτης, πολιτικά ανώριμης, καθοδηγούμενης από τα πάθη της, με ελάχιστη αυτοπεποίθηση, λειψή αυτοεκτίμηση και σχεδόν καμιά ικανότητα διακυβέρνησης της χώρας. Έρμαιο στις ορέξεις της φιλόδοξης Σάρας, αδίστακτης Κυρία της Τιμής, αφήνεται αμαχητί στις νουθεσίες – εντολές της, έως ότου εμφανιστεί στο παλάτι μια ξεπεσμένη, πλην όμορφη αριστοκράτισσα και ξαδέρφη της πρώτης, η Άμπιγκιελ, η οποία έχοντας στο DNA της τα κληρονομικά γονίδια της ματαιοδοξίας, της αρρωστημένης φιλοδοξίας και το σατανικό μυαλό δολοπλόκας οπορτουνίστριας, φέρνει απίστευτες ανατροπές στις ζωές όλων στο παλάτι.


Δράμα ή κωμωδία εποχής, ανάλογα με την οπτική του κάθε θεατή, μου έδωσε την ευκαιρία να «περιπλανηθώ» αφενός μεν στον μαγικό κόσμο της εικόνας, αφετέρου δε στο μυαλό του Γιώργου Λάνθιμου. Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ΄ ένα τεράστιο αρχοντικό διακοσμημένο με έργα τέχνης από οροφής έως δαπέδου, ενώ ο περίβολός του ήταν ένας αρχιτεκτονικά κατασκευασμένος κήπος από καταπράσινους θάμνους και χωρισμένος σε διαδρόμους – γεωμετρικά σχήματα.


Ο ευφυής Λάνθιμος, πέρα από τα σύμβολα που πρόσθεσε στην ιστορία είτε αφορούσαν τα δέκα επτά κουνέλια – φετίχ της Βασίλισσας ΄Αννας, ως αντιστάθμισμα- βάλσαμο της απώλειας των 17 παιδιών της, είτε το μαστίγωμα υποτελών παραβατών από ανωτέρους, για να στιγματίσει την άτεγκτη και σαδιστικής νοοτροπίας εξουσία, ανέδειξε με ιδιαίτερα εύστοχο , φελινικό τρόπο τη σήψη, την παρακμή και την αλαζονεία της άρχουσας τάξης. Ενώ η βάση, ο λαός , δεν είχε κανένα δικαίωμα στη λήψη αποφάσεων, ενώ προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από απάνθρωπες συνθήκες ζωής, κάπου μακριά του, σ’ ένα παλάτι, μια βασίλισσα ανεπαρκής, αποτολμούσε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αδιαφορώντας για τα κόστη. Την ίδια στιγμή, οι αριστοκράτες αυλικοί σκότωναν την πλήξη τους στοχοποιώντας με ζουμερά φρούτα έναν ολόγυμνο γελωτοποιό. Επίσης, η σκηνοθεσία , μας έδωσε την αντιπαλότητα των δυο γυναικών και εραστών της ΄Αννας, ευκρινώς, ως προσωπική προσπάθεια ανέλιξης της υπηρέτριας Αμπιγκιέλ σε Λαίδη, αλλά και ως κινήσεις σε πολιτική σκακιέρα. Το ματ, ζήτημα τοποθέτησης του παρατηρητή.


Η πρόκληση για τον Λάνθιμο ήταν ακριβώς αυτή η ίντριγκα μεταξύ τριών γυναικών, που επηρέασαν τη μοίρα ενός ολόκληρου έθνους. Επομένως, δεν περιορίστηκε στο ιστορικό πλαίσιο της ταινίας αλλά στα προσωπικά βιώματα των πρωταγωνιστριών. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα, η δε απόδοσή της στην οθόνη δημιούργησε ένα αριστουργηματικό εργόχειρο- κέντημα από τρεις σπουδαίες υφάντρες.


Η γλώσσα της εποχής πέρασε μέσα από τα εξαίσια, πλούσια κοστούμια, αλλά ο υπαινικτικός Λάνθιμος πέρασε μέσα από την «οργιώδη» προσαρμογή εικόνων (μοντάζ), μέσα από τη μαγεία της μουσικής, μέσα από τα βλέμματα, τις σιωπές, τις εκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος, μέσα από τις ευφυείς γωνίες λήψης, μέσα από τα ομιλούντα κάδρα, μέσα από το θεατρικό στήσιμο μιας κινηματογραφικής παράστασης. Τρείς σπουδαίες γυναίκες ηθοποιοί ένωσαν δυνάμεις , καθοδηγήθηκαν σοφά από έναν ευφάνταστο, τολμηρό σκηνοθέτη, ντύθηκαν φαντασμαγορικά, κινήθηκαν μέσα σ’ ένα σκηνικό – μουσείο εικαστικών τεχνών, πλαισιώθηκαν από εξαιρετική μουσική – πυξίδα για τους θεατές κι όταν έφτασε η στιγμή να εκραγεί αυτό το σύνολο, εκπήγασαν βραβεία, διακρίσεις . Μακάρι, να τιμηθεί μεθαύριο με πολλά Oscar.


Παρότι γράφω αποκλειστικά για το θέατρο, προσχωρώ στην εξαίρεση, επειδή η Βρετανική ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Η Ευνοούμενη» είναι μια έξοχη μαγνητοσκοπημένη θεατρική παράσταση, μαστορικά λεπτοδουλεμένη και άξια προσοχής.


Αν έλειπαν η αλληγορία, ο υπαινιγμός, η αμφισημία , οι συμβολισμοί και το αξιοθαύμαστο μοντάζ, θα έλεγε κανείς ότι την ταινία υπογράφει ο Ρομάν Πολάνσκι (Όλιβερ Τουίστ). Όμως, απ΄ την έναρξη ως το φινάλε του φιλμ, αυτό το τόσο αινιγματικό φινάλε που εγώ εξέλαβα ως μια νίκη της πολύπαθης βασίλισσας, η υπογραφή «Γιώργος Λάνθιμος» ήταν σε όλες τις σκηνές. Ολίβια Κόλμαν, Έμμα Στόουν και Ρέϊτσελ Βάις, ερμηνεύτριες δυσθεώρητου ύψους.


cityculture.gr/ «Η Ευνοούμενη» κριτική / Παύλος Λεμοντζής