Κώστας Καρυωτάκης- Ο Έλληνας καταραμένος ποιητής

Written by

Ο Κώστας Καρυωτάκης αποτελεί μια μοναδική περίπτωση στην νεοελληνική λογοτεχνία. Δε νομίζω να υπάρχει κάτι ανάλογο, όπου το  έργο και ο θάνατος ενός ποιητή να πυροδότησαν όχι μόνο μία λογοτεχνική αναγέννηση αλλά ουσιαστικά την συσπείρωση του πνευματικού κόσμου μιας χώρας ενάντια στην κοινωνικοπολιτική της αστάθεια.

To φαινόμενο του καρυωτακισμου  θα ήταν ελλιπές αν το
προσδιορίζαμε μονάχα ως έναν τρόπο ποιητικής έκφρασης. Ήταν ένα κάλεσμα για πνευματική “επανάσταση”.

Το δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα

Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1896 στην Τρίπολη. Σπούδασε στην Νομική Σχολή της Αθήνας απ όπου αποφοίτησε το 1917. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος δεν στέφθηκε από επιτυχία και η δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα βρίθει από εσωτερικές μεταθέσεις τόσο σε πόστα όσο και σε διάφορες πόλεις της χώρας. Θεσσαλονίκη, Άρτα, Κυκλάδες, Αθήνα, Πάτρα, Πρέβεζα.

Οι δύο τελευταίες μεταθέσεις του (Πάτρα, Πρέβεζα) δεν ήταν θέμα προσωπικής επιλογής ή απόφαση του Δημοσίου να καλύψει κάποιες διοικητικές ανάγκες. Τουναντίον ήταν η τιμωρία προς τον υπάλληλο, ποιητή και μαχόμενο συνδικαλιστή Κώστα Καρυωτάκη, οι οποίες συνοδεύτηκαν πέρα από ποινές και στερήσεις μισθών και με μία πρωτοφανής προσπάθεια σπίλωσης της προσωπικότητας του.

Για τον Καρυωτάκη η δουλειά του ήταν απλά ένας αναγκαστικός τρόπος βιοπορισμού – “Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα “ – ενώ το τέρας της γραφειοκρατίας και των λοιπών κακών κειμένων του χώρου αποτελούσαν για αυτόν κόκκινο πανί, όπως μας φανερώνει ο ίδιος στην Ανάγκη Χρηστότητας:

Το δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα:
“…Τινά μόνον των μέτρων τούτων αν ελάμβανεν η κυ-
βέρνησις και αν τα ελάμβανεν ειλικρινώς και μετά
παρρησίας, θα ήτο εις θέσιν να ικανοποιήσει τα υπαλ-
ληλικά αιτήματα, αλλά και να παρουσιάσει περίσσευ-
μα εις τον προϋπολογισμόν της. Αντί αυτού αρκείται
ν’ απευθύνει υποθήκας, συνιστώσα προς τους υπαλλή-
λους να υπομείνωσι μέχρι τέλους την δυστυχίαν, δια-
ποικίλλει ενίοτε τας παραινέσεις της με απειλάς και
λησμονεί ότι η πείνα είναι ο πειστικότερος των συμ-
βούλων και ότι άνθρωποι γνωρίζοντες ότι κατεδικά-
σθησαν ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας ουδέν άλλο θα εφο-
βούντο ολιγότερον από το ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας το
ταχύτερον”.

Ο ποιητής με τη δράση του εκλέχθηκε γενικός Γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και όπως μαρτυρεί ο Τ. Ψαρράς, ο Καρυωτάκης υπήρξε μάχιμος συνδικαλιστής και δεν συνδιαλεχθηκε ποτέ με την κεντρική εξουσία, γεγονός που πυροδότησε τις δυσμενείς μεταθέσεις του.

Αν ο Μαγιακόφσκι είχε στην πλάτη του τον Ermilov, ο Καρυωτάκης είχε τον υπουργό Υγιεινής της κυβερνήσεως Ζαΐμη, Μ.Κύρκου. Εκεί στην τελευταία του μετάθεση στην Πρέβεζα, θα παιχτεί και η τελευταία πράξη της ζωής του
Καρυωτάκη.

Ο έρωτας και τα κόκκινα φανάρια

Ο αγοραίος έρωτας στα σπιτάκια με τις πόρνες υπήρξε χώρος απόλαυσης και εκτόνωσης για τον ποιητή. Δε το αρνήθηκε ποτέ, αντιθέτως υπερασπίστηκε τις επιλογές του ακόμα και όταν αυτές τον οδήγησαν εν μέρη στον πρώιμο θάνατό του. Όπως ο Βερλαιν, ο Μπωντλαιρ έτσι κι ο Καρυωτάκης θα βρεθεί με την ασθένεια των καταγωγίων, τη σύφιλη.
Λόγω της αρρώστιας του, θα χωρίσει από τη σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, αφιερώνοντας την το ποίημα Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα:
“ Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,
εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει”.

Η αγάπη της Πολυδούρη για τον ποιητή είναι τόσο μεγάλη ώστε μετά την αποκάλυψη της αρρώστιας του, εκείνη με μία επιστολή του ζητά να ζήσουν μαζί- πράγμα που ο ίδιος θα αρνηθεί:

“Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. […] Παιδιά δε θα κάνομε, βέβαια – γελάς; […]Δε θα ‘μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού∙ όχι, θα ‘μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου να αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου.”

Καρυωτάκης,  προσπάθεια σπίλωσης του 

O Καρυωτάκης θα αυτοκτονήσει με μία σφαίρα, στις 26 Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα. Το γιατί μονάχα εκείνος θα μπορούσε να μας το πει. όλα τα υπόλοιπα είναι εικασίες. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι παράγοντες, οι οποίοι δε μπορούν να αγνοηθούν.

Όπως αναφέρει η Χριστίνα Ντούνια στο Ο Καρυωτάκης και οι Υπερρεαλιστές, ο ποιητής αντιδρούσε έντονα στους μηχανισμούς και στα πρόσωπα της γραφειοκρατίας, ήταν επικριτικός για τον παραδοσιακό ρόλο της ποίησης και θεωρούνταν αιρετικός για τη στάση του απέναντι στην επικρατούσα ηθική, καθώς και αντισυμβατικός με την σοβαροφανή εικόνα ενός διανοούμενου της εποχής του.

Για πολλούς ο Καρυωτάκης έπρεπε να φύγει από την μέση αλλά με τρόπο που θα σπιλωνόταν η προσωπικότητά του κι έτσι θα «κοβόταν» η φωνή του. Η σκηνοθετημένη κατηγορία ήταν ή για μαστροπεία ή για ναρκωτικά ή για χαρτοπαιξία. Υπάρχουν και οι φωνές που λένε ότι εκβιαζόταν και από την Ασφάλεια, όχι μόνο ως συνδικαλιστής αλλά λόγω των συναναστροφών του με
πόρνες.

Καρυωτάκης – Το τελευταίο σημείωμα

Από την άλλη πλευρά η αρρώστια του- την είχε κρατήσει κρυφή από την οικογένειά του αλλά είχε το σθένος να την δημοσιοποιήσει μέσα από το ποίημα του Ωχρά Σπειροχαίτη- θα του στερήσει τη σχέση του με την Πολυδούρη και γενικότερα τον ερωτισμό του. Μα περισσότερο από όλα αν
έφτανε στην έξαρσή της θα του στερούσε την γραφή του. Και μάλλον αυτοί οι δύο παράγοντες αποτέλεσαν κύρια πηγή για την απόφασή του, όπως φαίνεται στο τελευταίο του σημείωμα:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου.

Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω

Επίλογος – καταραμένοι ποιητές

Η σημαντικότητα του δικού μας «καταραμένου» ποιητή Κώστα Καρυωτάκη
αντανακλάτε στην παρακαταθήκη που μας άφησε αλλά και σε μία γενιά λογοτεχνών όπως οι Ο.Ελύτης, Γ.Σεφέρης, Α.Σικελιανός, Α.Εμπειρίκος κα. Διαβάστε καταραμένοι ποιητές, γαλλιστί Les poetes maudits, ένα αφιέρωμα για τους καταραμένους ποιητές

cityculture.gr/ γράφει η Αριστέα Αθ. Βραζιώτη