Marcel Duchamp – Γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα, αρ.2

Written by

Ο Marcel Duchamp δημιούργησε το Γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα (αρ.2) το 1912. Ήταν ήδη γνωστός κυβιστής ζωγράφος και επρόκειτο να το παρουσιάσει στο ετήσιο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων.

Αφετηρία του έργου ήταν ένα σχέδιο του Duchamp με ένα γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα για ένα ποίημα του Jules Laforgue. Ο  ίδιος είχε πει αργότερα: “… Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα ήταν πιο εκφραστικό αν το παρουσίαζα να κατεβαίνει. Πιο μαγευτικό … όπως γίνεται στις αίθουσες συναυλιών […] Ένας πίνακας είναι αναγκαστικά συνδυασμός δύο ή περισσότερων χρωμάτων πάνω σε μία επιφάνεια. Σκόπιμα περιόρισα το γυμνό … στις αποχρώσεις του ξύλου έτσι που να μην μπορεί να προκύψει θέμα ζωγραφικής per se”[1].

Ωστόσο, προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, το έργο απορρίφθηκε από δύο δογματικούς, όπως αποδείχθηκε, Κυβιστές και μέλη της οργανωτικής επιτροπής της έκθεσης, με αποτέλεσμα να το αποσύρει ο ίδιος.  Η δικαιολογία εκ μέρους τους ήταν πως η περιγραφή της κίνησης παρέπεμπε στον Φουτουρισμό και όχι στον Κυβισμό με τον οποίο ήθελαν να συνδέονται τόσο τα επιλεχθέντα έργα, όσο και οι ίδιοι. Επιπλέον, παρόλο που η περιορισμένη χρωματική κλίμακα τηρούσε την κυβιστική πρακτική, έκριναν πως ο τίτλος και μάλιστα η παρουσία αυτού στο κάτω αριστερό μέρος του έργου, ήταν πολύ πεζός και κατά κάποιο τρόπο γελοιογραφικός. Θεωρούσαν πως ο καλλιτέχνης δεν ακολουθούσε την συνήθη επιλογή των Κυβιστών, οι οποίοι, ως τότε, δεν είχαν ενσωματώσει κείμενο μέσα στα έργα τους  – κάτι το οποίο συναντάμε κατά κόρον στα κατοπινά έργα του συνθετικού κυβισμού, είτε με την ζωγραφική απόδοση λέξεων και φράσεων, είτε ακόμη και με την παρουσία αυτούσιων αποκομμάτων από εφημερίδες και περιοδικά με την τεχνική του collage.

Όπως όλα δείχνουν, ο Duchamp άρχιζε να αμφισβητεί τον τότε κραταιό Κυβισμό και τις αρχές του. Άλλωστε και οι Pablo Picasso και George Braque θα επανεξετάσουν την πορεία του κινήματος  και θα οδηγηθούν από τον αναλυτικό, στον συνθετικό Κυβισμό. Για όλους φαίνεται να μπαίνει ένα φορμαλιστικό όριο, υπάρχει μία ολοκλήρωση, η οποία ταυτόχρονα δίνει το έναυσμα για νέες αναζητήσεις.

Αυτό που επιλέγει να κάνει ο Duchamp με το Γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα (αρ.2), είναι να εισαγάγει το στοιχείο της κίνησης, να έρθει σε ρήξη με τον στατικό χαρακτήρα του Κυβισμού. Το γυμνό δεν βρίσκεται ακίνητο απέναντί από τον ζωγράφο, ο οποίος, σαν να κινείται γύρω από αυτό, αποδίδει τις διαφορετικές όψεις του πάνω στο ίδιο τελάρο. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν είναι ούτε η ορμητική και παραμορφωτική κίνηση των Φουτουριστών. Δεν κάνει τα αντικείμενα ελαστικά και δυναμικά.

Όπως σημειώνει ο Giulio Carlo Argan, για τον οποίο το έργο είναι εφάμιλλο σε σημαντικότητα για την ιστορία της τέχνης με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν του Picasso, “για τον Duchamp (η κίνηση) δεν προσδιορίζει μονάχα μία αλλαγή στη διαμόρφωση, αλλά και στη δομή του αντικειμένου. Το διαμελίζει, αλλοιώνει το μορφολογικό τύπο των εσωτερικών του οργάνων, μεταβάλει το σύστημα του βιολογικού τρόπου λειτουργίας του. Η παραδοχή του Duchamp είναι, συνεπώς, κριτική και προς τον αναλυτικό Κυβισμό και προς τον φουτουριστικό δυναμισμό […]  Η κίνηση ενός ανθρώπου που κατεβαίνει τις σκάλες είναι μια επαναληπτική κίνηση, μηχανική […] κάνοντάς την το άτομο περνά από την κατάσταση ζωντανού οργανισμού στην κατάσταση του μηχανισμού ή της μηχανής. […] Κίνηση επαναληπτική είναι κι εκείνη στην οποία μας εθίζει, σ’ έναν πολιτισμό της τεχνικής, η εξοικείωση με τις μηχανές: συνεπώς, η μεταλλαγή του τρόπου βιολογικής λειτουργίας σε τεχνολογικό τρόπο λειτουργίας είναι η μοίρα που μας περιμένει”[2].

Με λίγα λόγια, με το έργο αυτό, με ερεθίσματα από τον κινηματογράφο, από τις φωτογραφίες του Muybridge και άλλων φωτογράφων που αποσπασματικοποιούσαν την κίνηση σε πολλά αλλεπάλληλα καρέ, ο Duchamp δεν αμφισβητεί μονάχα τις αρχές του Κυβισμού, αλλά επικρίνει και ολόκληρη την κουλτούρα της μοντέρνας κοινωνίας, τα αποτελέσματα των τεχνολογικών επιτευγμάτων, και εν τέλει την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. «Ζωγραφισμένο όπως είναι στις αποχρώσεις του ξύλου το ανατομικό γυμνό δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να το δει, γιατί παραιτήθηκα πλήρως από τη νατουραλιστική παρουσίαση ενός γυμνού, κρατώντας μόνο τις είκοσι διαφορετικές στατικές θέσεις όπως η μία διαδέχεται την άλλη στη πράξη της καθόδου»[3], θα πει ο ίδιος το 1964.

Γεγονός παραμένει πως μετά από αυτό το έργο και την απόρριψή του, ο Duchamp έπαψε να ζωγραφίζει. “Ήθελα να απομακρυνθώ από τη ζωγραφική διαδικασία. Με ενδιέφερε περισσότερο η αναζήτηση της ιδέας στη ζωγραφική. Για μένα ο τίτλος ήταν πολύ σημαντικός. Ήθελα να ξαναβάλω τη ζωγραφική στην υπηρεσία του νου. Και, βέβαια, η ζωγραφική μου θεωρήθηκε αμέσως «διανοητική» και «φιλολογίζουσα»”[4], θα πει αργότερα, ανοίγοντας, από τόσο νωρίς, τον δρόμο για την τέχνη του dada και την εννοιολογική τέχνη της δεκαετίας του ’60.

Info

Marcel Duchamp

“Γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα, αρ.2”, 1912

Λάδι σε μουσαμά, 147 x 89,2 εκ.

Philadelphia Museum of Art, Φιλαδέλφεια

[1] Παράθεμα στο M. Duchamp, Duchamp du signe. Ecrits, επιμέλεια M. Sanouillet, Παρίσι 1975, σ. 18, στο Χαραλαμπίδης Α., Η τέχνη του 20ου αιώνα, Τόμος Ι 1880-1920, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 200.

[2] Αργκάν Τζ. Κ., Η Μοντέρνα Τέχνη, μτφ. Παπαδημήτρη Λ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002, σ. 479.

[3] Παράθεμα στο M. Duchamp, Duchamp du signe. Ecrits, ο.π. σημ. 1.

[4] Παράθεμα στο: Γκόντφρεϋ Τ. Εννοιολογική Τέχνη, Μτφ. Οράτη Ε., Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σ. 27.