Μια νέα Πρωτοχρονιά

Written by

“Τρίγωνα, κάλαντα μες τη γειτονιά ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά..”

Ήρθαν και πέρασαν τα Χριστούγεννα και αρχίσαμε να μετράμε αντίστροφα για την αποχώρηση του Γέρου Χρόνου και τον εορτασμό υποδοχής του Νέου. Για όσους γιορτάζουν στο σπίτι, τα τραπεζομάντιλα πλύθηκαν από το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, σιδερώθηκαν και βρίσκονται στην ντουλάπα κρεμασμένα έσω έτοιμα να αγκαλιάσουν τα νέα εδέσματα του Πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού. Αλλά και για όσους προτιμούν τα νυχτοπερπατήματα των εορτών, το hang over των Χριστουγέννων έχει περάσει και το στομάχι είναι και πάλι έτοιμο να δεχθεί θέλοντας και μη, από τις 00.01 π.μ. και μετά, το πρώτο γερό ξενύχτι για το καλό του νέου χρόνου.

Γεροί να είμαστε και του χρόνου καλύτεροι.

Πρωτοχρονιάτικο Διήγημα (αποσπάσματα από το τευχ.756 του περιοδικού Νέα Εστία, 1959)

“ΦΤΑΙΞΑΜΕ” του Νίκου Α. Αθανασιάδη

Πέρσι το πρωτοχρονιάτικο αρθράκι μου ήταν εμπνευσμένο από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου, ο Δράκος και έφερε τον τίτλο « Η πρωτοχρονιά του Θωμά», αν θυμάμαι καλά. Για την φετινή πρωτοχρονιά, προτίμησα να στείλω ως ευχή τα λόγια ενός γέρου σε κάποια φανταστική Πρωτοχρονιά, από το διήγημα του Νίκου Α.Αθανασιάδη, Φταίξαμε.

“ Τα μαλλιά του ήταν άσπρα. Πάνε πολλά χρόνια. Τον θυμάται αποθαμπα. Μικρό παιδί ακόμα αυτός, θυμάται το γέρο με τα ρουφηγμένα μάτια μέσα στις λακκούβες τους σαν μπουκες από σπηλιές σκοτεινές…Έδωσε τότε τρεμάμενο στο μικρό παιδί το χέρι του κι αυτό ένιωσε τα κοκκαλα τυλιγμένα στη ζαρωμένη πέτσα των δαχτύλων.

  • Να ζήσης, είπε στο παιδί. Να ζήσης παλληκάρακι.
  • Να ζήσης κι συ παππού, είπε το παιδί.

Ήταν τότε μία παληα Πρωτοχρονιά. Στα μακρυνα περασμένα χρόνια. Χάιδεψε τον ώμο του παιδιού:

  • Εγώ…..

Κάτι πήγε να πη ο γέρος, μα το αποσωσε. Πικρό χαμόγελο κατρακύλησε από τις βαθειές λακκούβες. Βάδιζαν μαζί, ο γέρος και το παιδί. Λεγαν για τον καινούργιο χρόνο. Το παιδί μιλούσε για τα χαρίσματα που του φέρανε.

-Κι γω ήμουν χαρούμενος καποτες σαν ήταν Πρωτοχρονιά, είπε ο γέρος.

Το παιδί άκουγε τον παράξενο ήχο της φωνής που έμοιαζε ναρχεται από πολύ παληα…Φτάσανε σε ένα μικρό ύψωμα. Από κει ο δρόμος κατηφόριζε κατά τη νησιώτικη πολιτεία. Το ακρογιάλι ήταν ήσυχο. Τα δέντρα έφταναν ως εκεί που απλωνόταν το κύμα…Φτάσανε στο ακροθαλλάσι.

  • Κοίταξε, λέει ο γέρος και δείχνει τις κουφάλες που είχε σκάψει το νερό στη στεριά.
  • Δεν ήταν έτσι βαθειές τότε, λέει στο παιδί για τις κουφάλες.

Τότε που κι αυτός ήταν παιδί.

  • Κοίτα κει αυτό το κοτρόνι. Τώρα μονάχα η η κορφή του ξεχωρίζει. Σε λίγο θα χαθεί κι αυτή. Όσο πάει χώνεται μέσα στον άμμο. Σε λίγο δε θα φαίνεται τίποτα.
  • Σε λίγο? κάνει το παιδί.
  • Όταν γίνης και συ σαν κι εμένα.

Μα αυτό, συλλογίζεται το παιδί, δε θαναι σε λίγο. Πώς μπορεί ναναι σε λίγο. Ο γέρος ξηγά πώς στη στεριά άλλοτε είχε σημάδια που τώρα είναι σκεπασμένα από τη θάλασσα. Όπως το κοτρόνι.

  • Είμαι κι εγώ σαν κι αυτό. Κάποτε κι εγώ θα είμαι στον πάτο της θάλασσας. Εσύ θα το δής να γίνεται. Εσύ θα ξέρης πιο πολλά από μένα. Θα μάθης πιο πολλά. Θα ξέρης τα όσα δεν είδαν τα μάτια μου και όσα δεν θα δούνε και τα δικά σου.
  • Τι είναι να δούνε τα δικά μου τα μάτια, παπού?

Ο γέρος δεν ανταποκρίνεται….Το παιδί μέσα σε τούτην τη μεγαλόπρεπη μοναξιά αντίκρυ στο γέρο, που το κορμί του λίγο λίγο άρχισε η γης να το ρουφά, πλημμύρισε ήσυχο φόβο και είπε σιγανά:

  • Τι είναι παπού?

Ο γέρος τότες ξανάγινε, όπως πριν, αφήνοντας το κορμί να ζαρώση. Έγινε πάλι η καμπούρα. Έγινε πάλι ο κουρασμένος γέρος. Κούνησε το κεφάλι. Έσκυψε κοντά στο παιδί:

  • Έχω χρέος να στο πω αυτό γιατί δε θα τ’ ακούσεις από κανέναν άλλον.
  • Τι θέλεις να μου πης, παπού? Τι είναι κείνο που δε θα μου πη κανένας άλλος?
    ………….
  • Φταίξαμε παιδί μου, απέναντι στη γενηά που έρχεται. Φταίξαμε απέναντι σε σας. Φταίξαμε πολύ.
  • Φταίξατε?
  • Δε το καταλαβαίνεις τώρα. Μα θα το καταλάβεις σαν έρθει ο μεγάλος πόνος στον κόσμο. Όταν κοκκινίζουν τα λειβάδια από το αίμα των ανθρώπων, όταν ο ήλιος σκοτεινιάσει από τους καπνούς της φωτιάς. Εμείς έχουμε φταίξει γι’αυτά. Ζήσαμε απρόσεχτα, ξένοιαστα. Μονάχα για μας. Σα να μην ήτανε νάρθουνε άλλοι κατόπι. Σα να μην ήτανε να έρθετε εσείς. Τα παιδιά μας. Ζήσαμε σα ναταν να ζήσουμε μονάχα εμείς. Τώρα σε λίγο, σε λίγες ώρες, μπαίνει ο καινούργιος χρόνος. Είδα στη ζωή μου να έρχονται πολλοί καινούργιοι χρόνοι.
    ………….

Κοιτάζει ο γέρος το παιδί. Ακουμπά την παλάμη στο μέτωπό του…

  • Γιατί με κοιτάζεις έτσι παππού?
  • Κοιτάζω τη σοφία μέσα στα μάτια σου. Κοιτάζω την πείρα που θαρθη μία μέρα να δυναμώση τούτο το φως, να δέση τη σκέψη. Να ωριμάση τον άνθρωπο.
    ………….

Το παιδί που ακούει δεν καταλαβαίνει καλά τι θέλει να πη ο παπούς. Οι λέξεις του φαίνονται παράξενες…θέλει να μάθει γι’αυτό που είπε ο παπούς. Για το φταίξιμο…

  • Θα το καταλάβης αυτό μονάχος σου μια μέρα. Θα το καταλάβετε κάποτε εσείς οι νέοι. Εσείς που είστε τώρα οι καινούργιοι. Θα το καταλάβετε όταν ζητήσετε την κληρονομιά κι αντίς γι’ αυτήν θα βρήτε την ντροπή. Θα πρέπει αυτή τη ντροπή να την αλλάξετε. Θα πρέπει να δουλέψετε, να μοχθήσετε για να μη χάση η μνήμη μας το σεβασμό που θα θέλαμε να εύρη στους κατοπινούς.
  • Και τι θα πρέπει να κάνουμε, παπού?
  • Να γίνετε καλλίτεροι από μας. Να μη μας μοιάσετε. Εσείς, να λογαριάσετε αυτούς που έρχονται ύστερα από σας. Να τους μάθετε στα έργα της τιμής. Στα έργα της ειρήνης. Στην αγάπη ανάμεσά τους. Μη ζητήσετε, καθώς εμείς το ζητήσαμε άσκεφτα, να σας σεβαστούν οι νεώτεροι. Αυτοί που έρχονται. Κοιτάξτε από τώρα, από την ώρα αυτήν που ακόμα δεν έχουν γεννηθή αυτοί που είναι να έρθουν, κοιτάξτε να τους σεβαστήτε εσείς…..

Ήταν τότε παραμονή Πρωτοχρονιάς.”

Μια νέα Πρωτοχρονιά

Η ιστορία συνεχίζεται, με το παιδί να είναι ένας ώριμος άντρας και να στέκει σε εκείνο το ακρογιάλι μία νέα παραμονή Πρωτοχρονιάς, έχοντας στο πλάι του το δικό του το παιδί, την καινούργια γενιά. Παρών όμως σε αυτή την παρέα, βρισκόταν και τα λόγια του παππού, στοιχειωμένα να κατατρέχουν το μυαλό του ώριμου άντρα σαν Ερινύες. Γιατί τώρα κι αυτός με τη σειρά του, ένιωθε τον ίδιο πόνο με τον παππού. Ένιωθε το ίδιο φταίξιμο να βαραίνει τις δικές του πλάτες, για αυτά που δεν έκανε για το παιδάκι που έτρεχε ανέμελα παίζοντας με το πρωτοχρονιάτικο δώρο του. Ένα τουφέκι. «Ακόμα δεν ήξερε να μιλάει και έκανε πόλεμο», με αυτή τη φράση τελειώνει το συγκεκριμένο πρωτοχρονιάτικο διήγημα.

Δεν είναι εύκολο να πεις και να παραδεχτείς ότι φταις. Είναι οδυνηρό άλλωστε να κατατροπώνεις το εγώ σου για το παιδί σου, την οικογένειά σου, τον διπλανό σου, την κοινωνία σου. Γι’ αυτό γινόμαστε κοντόφθαλμοί, για να αποφύγουμε τον κόπο και τις ευθύνες. Χρόνια τώρα πολλά μέσα από πολλές πρωτοχρονιές, κρατάμε τη μισή αλήθεια από τα λόγια του παππού: “ Φταίνε οι άλλοι, οι προηγούμενοι” και κοιτάμε το χωράφι με τα αγριόχορτα, απορώντας γιατί δε φυτρώνουν οι σπόροι.

Τώρα που φεύγει ο Γέρος Χρόνος και ετοιμαζόμαστε με κάθε μεγαλοπρέπεια να υποδεχθούμε το Νέο Χρόνο, ας κοπιάσουμε λίγο παραπάνω έχοντας στο μυαλό τα λόγια του γέρου: “ Να τους μάθετε στα έργα της τιμής. Στα έργα της ειρήνης. Στην αγάπη ανάμεσά τους.”. Γιατί οφείλουμε να κληροδοτήσουμε στους επόμενους κάτι περισσότερο από χαρούμενα τραγουδάκια, πυροτεχνήματα και άδειες καρδιές.

Υγεία, Ευτυχία, Ειρήνη και Τύχη για το 2019 σε όλους μας.

cityculture.gr / Μια νέα Πρωτοχρονιά / γράφει η  Αριστέα Αθ. Βραζιώτη