Mistero Buffo του Ντάριο Φο (Κριτική)

Written by

 

BUFFO

Ένα ιδιαίτερης κατασκευής δημιούργημα του Ιταλού σκηνοθέτη, συγγραφέα και ηθοποιού Ντάριο Φο, το «Mistero Buffo», γραμμένο μετά από πολυετή έρευνα -κάτι που του χάρισε το Νόμπελ- παρουσιάζεται στο Θέατρο Αυλαία από τις 8 Μαΐου 2013 και για λίγες παραστάσεις.

Πρόκειται για μια συμπαραγωγή της ομάδας «Επτάρχεια» (έξυπνος ο τίτλος) με την Εταιρία «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου. Μετά από μια σειρά παραστάσεων στο «Θησείον», η παράσταση αυτή ανέβηκε και στη Θεσσαλονίκη για να μας χαρίσει στιγμές απλής θεατρικής μαγείας.

Είναι θετικότατο, αρχικά, το γεγονός ότι οι θεατρικές ομάδες που ανεβάζουν τέτοια δημιουργήματα, σέβονται στο έπακρο τις αρχικές επιθυμίες του συγγραφέα, ήτοι να ανεβαίνουν χωρίς σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς. Το λέμε αυτό διότι οι πάντες στο θέατρο γνωρίζουν πως οι σύγχρονοι σκηνοθέτες περιφρονούν τους συγγραφείς και τροποποιούν κατά πολύ τα κείμενά τους, ώστε να ικανοποιούν τα  εγωϊστικά τους ένστικτα. Εδώ βέβαια μπορούμε να πούμε πως το να μη χρησιμοποιούν σκηνικά και κοστούμια οι σημερινοί θίασοι, εξηγείται και από την οικονομική κρίση, είμαστε όμως πεπεισμένοι πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που η συγκεκριμένη Ομάδα επέλεξε ένα κείμενο και ένα συγγραφέα που δεν τα απαιτούν.

Αρκετά ιδιαίτερο το γεγονός επίσης ότι κάθε παράσταση περιλαμβάνει διαφορετικές σκηνές (που, μάλιστα, επιλέγονται κάθε βράδι από τους ίδιους τους ηθοποιούς και τίθενται σε μια σειρά -να ένας κυριολεκτικός ορισμός της λέξης «σκηνο-θεσία»- λίγο πριν αρχίσει η παράσταση) καθώς ο αριθμός των όσων γράφτηκαν από τον Φο είναι τόσο μεγάλος, που δεν μπορούν να παρουσιαστούν σε ένα μόνο δίωρο!

Ο θίασος δεν εκτύπωσε κάποιο μικρό φυλλάδιο με τα ονόματα των συντελεστών, έτσι ο υπογράφων αναγκάστηκε να έρθει σε τηλεφωνική επαφή μαζί τους, ώστε να μάθει περισσότερα. Π.χ. δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε στη μνήμη μας τα πιο πολλά ονόματα των ηθοποιών, αλλά και τους τίτλους των σκηνών. Οφείλουν να γνωρίζουν πως ένα έντυπο κείμενο, εκτός από την χρηστικότητά του εντός του θεατρικού χώρου για τους θεατές, έχει την ιδιότητα να παραμένει στο αρχείο πολλών θεατρόφιλων, όπου, κάποιοι από αυτούς, το κρατούν με ευλάβεια και ανατρέχουν πιο εύκολα στις αντίστοιχες παραστάσεις, μετά από πολλά χρόνια. Είναι και ένα προσωπικό ντοκουμέντο για τον κάθε ηθοποιό, χρήσιμο για πολλούς και ευνόητους λόγους…

Αρχικά να πούμε πως ο πρόλογος (που κι αυτός παρουσιάζεται κάθε βράδι από διαφορετικό ηθοποιό) είναι αρκετά εκτενής και μας κουράζει. Αναρωτηθήκαμε τι θα γινόταν αν δεν ακούγαμε όλα αυτά τα ιστορικά δεδομένα και μας εισήγαγαν κατευθείαν στο κυρίως μενού, ήτοι στη δράση. ΄Ισως να το απολαμβάναμε περισσότερο, διότι θα έπρεπε και να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει περισσότερο. Και γιατί να μην έρχονται «διαβασμένοι» οι θεατές στην παράσταση; Αυτό θα λεγόταν «θεατρική κουλτούρα», που σίγουρα δεν διαθέτουμε στην Ελλάδα, από Σχολεία και Οικογένειες …

Αναρωτιόμαστε όμως, παράλληλα, γιατί να ξέρει ένας απλός θεατής το που μπαίνει η οξεία στον τίτλο («Μιστέρο» και όχι «Μίστερο» – γεγονός που ελαφρά ειρωνεύτηκαν οι ηθοποιοί στην έναρξη) όταν αυτός είναι γραμμένος, σε όλες τους τις ανακοινώσεις στον Τύπο, με λατινικούς χαρακτήρες ….

Στο σκηνικό κομμάτι, οι έξι δυναμικοί -και όχι προβεβλημένοι από τα αθηναϊκά ΜΜΕ- ηθοποιοί (΄Αννα Καλαϊτζίδου, ΄Αννα Μάσχα, Κώστας Μπερικόπουλος, Αργύρης Ξάφης, Θάνος Τοκάκης, Γιώργος Χρυσοστόμου) είναι αναμφισβήτητα ταλαντούχοι, με μεγάλη εκφραστικότητα στο σώμα και το λόγο. Μπορούν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να παίζουν και να εναλλάσσουν πολλούς ρόλους, αν εξαιρέσουμε ότι η μεγάλη λεκτική ταχύτητα τους οδηγεί σε κάποια αναπόφευκτα σαρδάμ. Δεν τους χαρήκαμε σε μεγαλύτερες μετατοπίσεις στο χώρο, οι περισσότεροι έπαιζαν στο κέντρο του προσκηνίου, ενώ θα μπορούσαν να μετακινούνται σε όλα τα μήκη και πλάτη της σκηνής, σε ένα πραγματικό ντελίριο εκφραστικότητας, αφού οι σκηνές που επέλεξαν, τους το επέτρεπαν. ΄Ισως να φοβήθηκαν το λαχάνιασμα που θα τους επέφερε τέτοιο τρέξιμο, όμως όταν επιλέγουν να παίζουν πολλούς ρόλους, θα πρέπει να είναι και «γυμνασμένοι» κατάλληλα …

Το γεγονός ότι θέλησαν να παίξουν πολλούς ρόλους ο καθένας στις 5 από τις 6 σκηνές, μας κάνει να πιστεύουμε πως η κυρίαρχη τους επιθυμία ήταν να δείξουν το μεγάλο ταλέντο τους (δέστε πόσοι ικανοί είμαστε!) και όχι να χαρούμε μια πολυπρόσωπη θεατρική δράση. Μια παράσταση βασισμένη στο ίδιο περίπου κείμενο είχαμε παρακολουθήσει στο Θέατρο Κήπου της πόλης μας πριν 30 χρόνια από τον θίασο της «9ης Ημέρας» σε σκηνοθεσία Σόλωνα Αρτσανίδη και τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη στους περισσότερους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ενθυμούμαστε πως δεν κυριαρχούσαν τα one-man-shows!

Οι ηθοποιοί πολύ σωστά δεν κρύβονται στις κουϊντες όταν οι υπόλοιποι συνάδελφοι τους παρουσιάζουν κάποια σκηνή, αλλά κάθονται διακριτικά στις δυο άκρες του προσκηνίου και παρακολουθούν με προσοχή αυτόν-ην που παίζει, μια και ο καθένας τους επιλέγει κάθε βράδι και διαφορετικό κείμενο, έτσι για όλους (θεατές – ηθοποιούς) δημιουργείται καθημερινά μια ΝΕΑ παράσταση, τελείως διαφορετική από την της προηγούμενης βραδιάς και όλων των όσων προηγούνται

Ξεχωρίσαμε τον Θάνο Τοκάκη, ο οποίος στη σκηνή «Η Ανάσταση του Λαζάρου» ερμήνευσε πάρα πολλούς χαρακτήρες με μεγάλη ευκολία στις εναλλαγές (ξεχωρίσαμε μέχρι και ένα Κύπριο…) αλλά με τόσο μεγάλη ταχύτητα που δεν καταλαβαίναμε ποιος ρόλος μιλούσε κάθε φορά (θα το επιτύγχανε αν χρησιμοποιούσε πιο πολύ το σώμα του). Η ΄Αννα Καλαϊτζίδου ήταν πολύ γλυκιά ως Μητέρα του Χριστού κάτω από τον Σταυρό, περιμέναμε όμως το κορμί της να είναι πιο εύπλαστο, ειδικά όταν ανέβαινε πάνω στην υποτιθέμενη σκάλα (π.χ. «βοήθεια … πέφτω») και να είναι περισσότερο συγκινημένη όταν ευρίσκετο σε απόσταση λίγων εκατοστών από το μονάκριβο παιδί της. Θα μπορούσε να είναι, ταυτόχρονα, πιο άγρια (σε σημείο κωμικότητας, ιδού ένα κοντράστ που θα ήθελε πολύ να δει ο ίδιος ο Φο) με τον Ρωμαίο στρατιώτη κάτω από τη ίδια σκάλα. Η ΄Αννα Μάσχα στη σκηνή της Παναγίας με τις δυο γυναίκες στο δρόμο για τον Γολγοθά, είχε καλή χρήση χεριών όταν ερμήνευε αυτά τα τρία πρόσωπα, όμως όχι καλή τοποθέτηση σώματος και φωνής σε σχέση με αυτά (κάποια από τις τρεις γυναίκες θα μπορούσε να έχει … σκολίωση ή να ψευδίζει). ΄Ανετος, σωστά μεθυσμένος, μετρημένος στη φωνή και με καλό gestus ο Κωστής Μπερικόπουλος, εξαιρετικός ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως πάτερ-φαμίλιας που μάχεται τους φεουδάρχες (δεν απέφυγε, όμως, κάποια σαρδάμ, που οφειλόταν στην βιασύνη του και μόνο) μας εντυπωσίασε όταν διάβασε με υπερβολική ταχύτητα το φιρμάνι του άρχοντα. Ο Αργύρης Ξάφης ως τρελός στη σκηνή της χαρτοπαιξίας πολύ καλός, θα μπορούσε πάντως να είναι ακόμη πιο ακραίος στις κινήσεις του και με διαφορετικές ψυχικές και σωματικές «αποστάσεις» στη συζήτηση του με το Θάνατο.

Μια παράσταση που διαφέρει από τις άλλες ως προς την μαγευτική απλότητά της και που θα μείνει περισσότερο στη μνήμη μας γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.