Νικόλας Άσιμος – ο τελευταίος πληνθέτης

Written by

Νικόλας Άσιμος – ο τελευταίος πληνθέτης

Ο Νικόλας Άσιμος, αυτή η μορφή της Πλάκας και των Εξαρχείων των δεκαετιών του 70 & 80, ακολούθησε τη μοίρα των καλλιτεχνών που αγαπήθηκαν περισσότερο μετά θάνατον πάρα όσο ήταν εν ζωή. Και πάλι όχι άμεσα, αλλά έμμεσα μέσω της φωνής τραγουδιστών όπως η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντινου κα, οι οποίοι «απήγγειλαν» τις μελωδικές πληνθεσεις του Άσιμου.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1949, ο Νικόλας Ασημόπουλος όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο, έγινε Άσιμος κατά την διάρκεια των σπουδών του στο ΑΠΘ, τα παράτησε λίγο πριν το πτυχίο και κατέβηκε το 1973 στην Αθήνα για να ροκάρει, εντός και εκτός εισαγωγικών.

Ή Άσιμος ή τίποτα

Σαν μέλος από θεατρικό μπουλούκι, ο Άσιμος έδινε παραστάσεις στο δρόμο ψυχαγωγώντας μάλλον πρώτα τον εαυτό του και ύστερα τους περαστικούς. Άλλες φορές παρέα με μία κιθάρα, άλλες φορές με ένα ταμπούρλο, μία σκάλα ή μία κουδουνα τραγουδούσε όχι τις πληνθεσεις του ( αποκαλούσε τον εαυτό του πληνθέτη αντί για σύνθετη), αλλά την φιλοσοφία του για τον κόσμο. Έναν κόσμο που δε συγχωρεί αυτούς που δεν πολτοποιούνται από ψεύτικους κανόνες.


Τελικά τί ήταν ο Νικόλας Άσιμος? Τρελός, που γλύτωσε πάρα τρίχα τον εγκλεισμό του στο Δαφνί, αν και μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές? Αναρχικός, που τριγυρνούσε στην Πλάκα και αργότερα στα Εξάρχεια μέσα σε εγκαταλελειμμένα κτήρια που βρίσκονταν υπό κατάληψη από διάφορες ομάδες? Αριστερός, που με κάθε πρώτη ευκαιρία των έστελναν στη φυλακή? Νομίζω ότι η πιο δίκαιη απάντηση θα ήταν ότι κάτι από όλα αυτά πέρασαν από τη σύντομη ζωή του αλλά πολύ περισσότερο τίποτε από όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει. Αυτός ο άνθρωπος δεν ανήκε σε καμία κατηγορία ή καλούπι. Ήταν απλά ο Άσιμος. Πανέξυπνος, ο ορισμός του αντισυμβατικού σε τέτοιο βαθμό που κατά καιρούς τον κυνήγησαν εξίσου το ίδιο χουντικοί, αναρχικοί και κνιτες! Ένας αντισυμβατικός μελωδός.

Άσιμος – η ζωή στην Αθήνα

  • Οκτώβριος του 1973- Συμμετοχή στο έργο Τσιρκολάνων στο Θέατρο Στοά
  • 1974- Μουσικοθεατρική παράσταση στην «Αρχόντισσα»
  • 1974- Μπουάτ «Χνάρι» στην Πλάκα
  • Δημιουργεί το « Μουσικό Θέατρο Φτώχεια» το οποίο στεγάστηκε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, το Ζωντανό Καφενείο
  • 1975- Ο Μορφονιός/ Ο Ρωμιός
  • Στο μουσικό καφενείο Σούσουρο μαζί με τον Συνεργατικό Θίασο Μουσικών
  • 1976- Από την Πλάκα στα Εξάρχεια
  • 1981- Συμμετοχή στην ταινία του Ζερβού Ο Δράκουλας των Εξαρχείων.
  • 1982- Δίσκος «Ξαναπές»
  • 1982- Μπουάτ Σκάιλαμπ
  • 1983- Συμμετοχή στις ταινίες Ρεμπέτικο του Φέρρη & Βαποράκια του Τάσσιου
  • Μουσικό σχήμα Ο Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες Η καλλιτεχνική ζωή του Άσιμου στην Αθήνα συμπεριλάμβανε επίσης εμφανίσεις σε συναυλίες, ηχογραφήσεις των κασετών του σε στούντιο, κάποιες δημοσιεύσεις σε περιοδικά κα. Και κατά ένα μαγικό τρόπο νομίζω ότι ακολουθούσε την πορεία της προσωπικής του ζωής. Η λογοκρισία της εποχής έκλεινε μαγαζιά, απαγόρευε τραγούδια, δοσοληψίες με την Ασφάλεια, συλλήψεις άτοπες, Απυ την άλλη, 100 δρχ η παράνομη κασέτα στα Προπύλαια δεν κάλυπταν πολλά, η ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του δε του άνοιγε πόρτες και η σχιζοφρενοβλαβωνικη του φίλη δεν ήταν και η καλύτερη παρέα. ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΩ, ΡΕ ΜΠΑΓΑΣΑ Όσο ήταν εν ζωή ο Άσιμος κυκλοφόρησε μόνο έναν δίσκο: « Ο Ξαναπές» ηχογραφήθηκε το 1985 και κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρεία Μίνος, περιλαμβάνοντας δέκα τραγούδια, μεταξύ των οποίων το Βαρέθηκα, το Παπάκι, Άμα σε λέγαν Βάσω και Σχιζοφρενοβλαβίωση. Ωστόσο το 1975, ο Άσιμος είχε ηχογραφήσει ένα 45άρι με δύο μόνο τραγούδια, τον Μηχανισμό και τον Ρωμιό. Από την άλλη πλευρά, η «κασσετογραφία» του Άσιμου ήταν πιο εμπλουτισμένη. Οκτώ τον αριθμό οι κασσέτες που έκανε μόνος του και τις πωλούσε σε φίλους, στα Προπύλαια και στα στέκια της ροκ μουσικής. Εξού και ο τίτλος αυτών «Παράνομες κασσέτες νο.00001, 000002» κτλ. Εκεί πραγματικά κρύβονταν μεγάλοι μουσικοί και στιχουργικοί θησαυροί όπως το Vencheremos, Θα το δείξει κι ο καιρός, Γιουσουρούμ κτλ., οι οποίοι ως είθισται στους μεγάλους καλλιτέχνες ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο του Άσιμου και κυκλοφόρησαν σε διάφορους δίσκους-αφιερώματα. Σε σύνολο, ο Νικόλας Άσιμος είχε γράψει και συνθέσει 92 τραγούδια (stixoi.gr), με 16 από αυτά να έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και εβραϊκά. Θάρθω να σε βρω, Γιουσουρούμ, Καταρρέω, Καυσαεριώδεις θυμιάσεις, Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας, Πας φιρί φιρί, Λίνα κα που έχουν αγαπηθεί ερμηνευμένα από την υπέροχη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου είναι δημιουργίες του Άσιμου.

ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΩ,  ΡΕ ΜΠΑΓΑΣΑ

 Όσο ήταν εν ζωή ο Άσιμος κυκλοφόρησε μόνο έναν δίσκο:  « Ο Ξαναπές» ηχογραφήθηκε το 1985 και κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρεία Μίνος, περιλαμβάνοντας δέκα τραγούδια, μεταξύ των οποίων το Βαρέθηκα, το Παπάκι, Άμα σε λέγαν Βάσω και Σχιζοφρενοβλαβίωση. Ωστόσο το 1975, ο Άσιμος είχε ηχογραφήσει ένα 45άρι με δύο μόνο τραγούδια, τον Μηχανισμό και τον Ρωμιό.

 Από την άλλη πλευρά, η «κασσετογραφία» του Άσιμου ήταν πιο εμπλουτισμένη.  Οκτώ τον αριθμό οι κασσέτες που έκανε μόνος του και τις πωλούσε σε φίλους, στα Προπύλαια  και στα στέκια της ροκ μουσικής. Εξού και ο τίτλος αυτών «Παράνομες κασσέτες νο.00001, 000002» κτλ. Εκεί πραγματικά κρύβονταν μεγάλοι μουσικοί και στιχουργικοί θησαυροί όπως το Vencheremos, Θα το δείξει κι ο καιρός,  Γιουσουρούμ κτλ., οι οποίοι ως είθισται στους μεγάλους καλλιτέχνες ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο του Άσιμου και κυκλοφόρησαν σε διάφορους δίσκους-αφιερώματα.

 Σε σύνολο, ο Νικόλας Άσιμος είχε γράψει και συνθέσει 92 τραγούδια (stixoi.gr), με 16 από αυτά να έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και εβραϊκά.  Θάρθω να σε βρω, Γιουσουρούμ, Καταρρέω, Καυσαεριώδεις θυμιάσεις, Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας, Πας φιρί φιρί, Λίνα κα που έχουν αγαπηθεί ερμηνευμένα από την υπέροχη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου είναι δημιουργίες του Άσιμου.

Αναζητώντας του Κροκανθρωπους

«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το «Άσιμος» με γιώτα. Ουχί Ασίμος· ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».

Δε ξέρω αν αυτή η αυτοπαρουσίαση βρίσκεται και κάπου μέσα στο βιβλίο που έγραψε ο Άσιμος ( δεν έχω ολοκληρώσει το ανάγνωσμα), αλλά υπάρχει στο οπισθόφυλλο του Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους. Αυτοβιογραφικό, σουρεαλιστικό, υπερρεαλιστικό, ρομαντικό κινείται ανάμεσα στην ειρωνεία ενός τροβαδούρου, στον συμβολισμό του Γαργαντούα και στην αυτόματη γραφή ενός ονείρου. Αν πάλι δεν αγγίζει όλα αυτά, τότε σίγουρα παρουσιάζει μέσω της κοσμοθεωρίας του Άσιμου, την πραγματική εικόνα της κοινωνίας, των ανθρώπων, του κόσμου. Πάντως διαβάζοντάς το μέχρι στιγμής, αναρωτιέμαι ποια είναι τα κριτήρια για να πεις αν κάποιος είναι πραγματικά τρελός ή όχι. Τον άνωθεν προβληματισμό μου τον δημιούργησε το κάτωθεν απόσπασμα:

Το τροχοφόρο

«Δε μπαίνω σε λεωφορείο. Δε τα μπορώ. Δε γίνομαι ψάρι σε κονσέρβα εγώ. Γι αυτό και δεν πολυμετακινουμαι. Και κόλλησα Εξάρχεια. Και πηγαίνω με τα πόδια. Το προτιμαω με τα πόδια…Τοτες που θυμάμαι μπήκα μία φορά στον ηλεκτρικό καπνίζοντας τσιγάρο. Πετάγεται μία κλωσσα, μία γκιοσα και μου λέει να το σβυσω γιατί απαγορεύεται. «Κυρία μου”, της λέω, «αν σας ενοχλεί το τσιγάρο θα το σβυσω γιατί δε θα το θελα ποτέ να ενοχλήσω το διπλανό,αλλά ετουτο το «απαγορεύεται» ποτέ δεν το κατάλαβα, ποτέ μου δε το χωνεψα. Καθότι το μυαλό μου είναι λειψό και φτάνει μέχρι τόσο». «Απαγορεύεται» μου λέει «Είναι διαταγή εκ της Αστυνομίας» και «θα καλέσω την Αστυνομία, χιπυ, αλήτη, γυφτε βρωμερε. Και μίασμα της κοινωνίας».


Και τότες αναψα και γω κι αφού το είπα φωναχτά πως δε τα χαφτω τούτα εγώ, και πως δε δέχομαι Αστυνομία γω, παπάδες, δικαστές, καθηγητές και βάλε και δε μπορεί μία κλωσσα, μία καρακαξα γκιοσσα να με καταστείλει και την παρακαλώ να το βουλώσει, γιατί είμαι και τρελλός με δίπλωμα κι αν αυτή έχει τσιριδα εύκολη εγώ σαν θέλω ουρλιάζω σαν τον Ταρζαν…και πέσανε επάνω τα θηρία, όχι στην γκιοσσα αλλά σε με…Αλλά τί περιμένεις από αυτούς που δε το βρήκαν το μουνι ποτές, παρά μονάχα στο μπουρδελλο…Και έγραψε ο Καλιαρνταρης ο Πετρόπουλος εκείνο το «Μπουρδελο» και τρέχουν όλοι μα όλοι παλαβοι να το αγορασουνε. Όπως ανοιγουνε σαν παλαβοι τα αθλητικά για να διαβάσουν τον αγώνα, που τον είδαν με τα μάτια τους…Όλοι στο τριπ του σκύλου, με το κουδουνακι και το φαΐ. Με το κουδουνακι σας μαντρωνουν.


…Αλλά ας επανέλθω. Επειδή τους είπα πως είμαι ο Ταρζάν και ήμουν ο Ταρζάν εκείνη τη στιγμή,το επεισόδιο έληξε ειρηνικά και καπνισα και ειρηνικά και το τσιγάρο, και το σβησα στο πάτωμα. Αλλά το πράμα δεν έληξε εδώ, γιατί δε βρέθηκε κανένας να καπνίσει. Ούτε να πάρει θέση. Και υπήρχαν και φρικιά εκεί και υπήρχαν και κομμουνιστές και υπήρχαν και αναρχικοί. Όλοι τους μουρμουρηδες βουβοί.».

« Είστε Μπουμπούνες…»

Τον τελευταίο καιρό της ζωής του, η ψυχική του υγεία είχε επιδεινωθεί. Όχι μόνο λόγω της κατηγορίας του βιασμού και της επικείμενης δικής ή της κοσμοθεωρίας του ή του αισθήματος αποτυχίας/απόγνωσης. Ψυχοφάρμακα, κυνηγούσε τον κόσμο με μία μαγκούρα στο δρόμο, ο γειτονικός του κόσμος τον κυνηγούσε με αποτέλεσμα συχνότατες εκδρομές σε διαδρομές Αστυνομία-Δαφνί…

Λίγο πριν πάει να συναντήσει τον Μπαγάσα με μία θηλιά στο λαιμό, ο Νικόλας Άσιμος τηλεφώνησε τα ξημερώματα στον σκηνοθέτη Ζερβό, μιλώντας με τον γνωστό του τρόπο. Είχε ήδη γράψει σε κάποιες σελίδες το σημείωμα του αυτόχειρα. Κι έτσι απλά πέρασε στην άλλη πλευρά…

Τελευταία επιστολή του Νικόλα Άσιμου
«Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.
Magic Theater fur fur.
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.
Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.
Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.
Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.
Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας. Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.
Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.
Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε.
Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία.
Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν. Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.
Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου.
Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ.
Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.
Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ.
Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα. Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.
Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε.
Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί. Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες.
Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.
Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι.
Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω. Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.
Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο. Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι. Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους. Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.
Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.
Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.
Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία. Όπως το «1984» του Όργουελ, «τον λύκο της στέπας» του Έρμαν Έσσε, τις «ιστορίες δύναμης» του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη «δολοφονία του Χριστού» του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει.
Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους» και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω: ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.
Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.
Ευχαριστώ μετά τιμής
Και όλο το magic theater fur fur


Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.
Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία»
Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:
»Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος»
Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ»


cityculture.gr / Νικόλας Άσιμος – ο τελευταίος πληνθέτης / γράφει η  Αριστέα Αθ. Βραζιώτη

Με πληροφορίες από mikropragmata.lifo.gr, mixanitouxronou.gr, stixoi.gr, klik.gr, lifo.gr