Ο Βυσσινόκηπος στη Βίλα Καπαντζή (κριτική)

Written by

LiaKantartzi2 Η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» ανέβασε μια παράσταση σχεδιασμένη αποκλειστικά για έναν χώρο: την ιστορική  Βίλα Καπαντζή στη Βασιλίσσης Όλγας, που σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Μια απόλυτα επιτυχημένη συνεργασία όπου και οι δύο πόλοι, κτίριο και έργο συνταίριαξαν απόλυτα και βοήθησαν στη μέθεξή μας.

Ένα έργο, που όπως το ήθελε ο Τσέχωφ, ανεβάστηκε και δηλώθηκε ως κωμωδία, κωμωδία σε  4 πράξεις,  αλλά που στο τελείωμά του, μας άφησε μια αδιόρατη μελαγχολία, αυτή την περίεργη αίσθηση που δημιουργούν τα έργα του Τσέχωφ και που το ολόγιομο φεγγάρι, που αντικρίσαμε βγαίνοντας, δεν μπόρεσε να την απαλείψει.

Το έργο γράφτηκε το 1903 και ανέβηκε στις αρχές του 1904, χρονιά που ήταν και η χρονιά του θανάτου του Τσέχωφ από φυματίωση. Κωμωδία το ήθελε ο δημιουργός του μα ο σκηνοθέτης Στανισλάφσκι, στο πρώτο ανέβασμα του έργου, στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το ανέβασε ως δράμα. Στην πραγματικότητα είναι μια πικρή κωμωδία όπως πικρές είναι και οι ανθρώπινες ιστορίες.

Ορατά και εδώ τα κοινά στοιχεία που βρίσκουμε στα έργα του Τσέχωφ∙ η αίσθηση ότι τίποτε δεν κινείται, το συναίσθημα που δημιουργεί μια αργή, ανιαρή καθημερινότητα, η καθημερινότητα της ρώσικης επαρχίας που σε τυλίγει ύπουλα με την ανία της, και όπου μόνο μια άφιξη ταράζει λίγο τα νερά για να ξαναβαλτώσουν όμως και να σε τυλίξουν με πιο ανυπόφορη μοναξιά όταν οι ξένοι εισβολείς θα φύγουν και πάλι. Ο γάμος που δεν έρχεται, ο χρόνος και η ζωή που «κυλάει και χάνεται», και ταυτόχρονα τα ανελέητα σημάδια του χρόνου είναι κάποια από τα σταθερά μοτίβα σε όλα τα έργα του Τσέχωφ. Ο Γλάρος, Ο θείος Βάνιας, Οι Τρεις Αδερφές, Ο Βυσσινόκηπος.  Έργα που δημιούργησαν έκπληξη στο ρωσικό κοινό στην αρχή  αλλά που αγαπήθηκαν αργότερα πολύ.

Το έργο αφηγείται τη ζωή της ιστορίας μιας αριστοκρατικής μα ξεπεσμένης οικονομικά οικογένειας. Η Λιούμποβα Αντρέγιεβνα (Έφη Σταμούλη), είναι η  ιδιοκτήτρια του Βυσσινόκηπου, ενός θαυμαστού κήπου που αναφέρεται ακόμα και στο «Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν» της Ρωσίας. Μετά τον θάνατο του γιου της από πνιγμό, η Λιούμποβα εγκαταλείπει το κτήμα μαζί με την κόρη της Άνια (Άννα Ευθυμίου) και ζει στη Γαλλία, κατασπαταλώντας την πατρική περιουσία. Επιστρέφει, μετά απουσία έξι χρόνων, στο καταχρεωμένο κτήμα, το οποίο σύντομα όμως θα βγει στον πλειστηριασμό. Η λύση που προτείνει ο Ερμολάι Λοπάχιν Μιχάλης Συριόπουλος), απόγονος των δουλοπάροικων που ήταν κάποτε στη δούλεψή τους, δηλαδή να κοπούν οι βυσσινιές και να δοθεί το κτήμα ως αντιπαροχή, δεν γίνεται αποδεκτή. Και έτσι το κτήμα πωλείται και ο αγοραστής δεν είναι άλλος από τον πρώην γιο των δούλων αλλά τώρα πλούσιο πλέον γαιοκτήμονα τον Ερμολάι Λοπάχιν. Οι πρώην ιδιοκτήτες φεύγουν από το κτήμα και ο καθένας ατενίζει το μέλλον με τη δική του οπτική: ένα νέο ξεκίνημα ή ένας θάνατος;

«Η ζωή σε αυτό το σπίτι τέλειωσε….»

Μα ενώ οι νέοι το βλέπουν ως ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα και η αδημονία  ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους, οι μεγαλύτεροι αφήνουν ένα κομμάτι της ζωής τους μαζί με το σπίτι και τις βυσσινιές που ήδη ξεριζώνονται από τον κήπο.

Ο Τσέχωφ με μαεστρία ψυχογραφεί τους ήρωες του και περιγράφει μια κοινωνία που είναι στο μεταίχμιο ανάμεσα σε μια παλιά τάξη που  φυλλοροεί και μια νέα δυναμική, που εμφανίζεται και διεκδικεί το δικό της ισότιμο μερίδιο. Από τη μια η παλιά αριστοκρατία, άνθρωποι που δεν μπορούν να αποδεχθούν τις αλλαγές και να προσαρμοσθούν στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Σέρνονται σε σαλόνια περιφέροντας και αναμασώντας τις ιστορίες ενός λαμπρού παρελθόντος που όμως έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Ο βυσσινόκηπος έχει ήδη χαθεί, τα δέντρα του έχουν ήδη κοπεί μα αρνούνται να αντιμετωπίσουν την αλήθεια. Προτιμούν να χάσουν τη ζωή που τους απόμεινε, να την αφήνουν να ξεγλιστρά  από τα χέρια τους παραδομένοι σε συνήθειες και βολικές συμβάσεις. Ούτε ο ήχος από τις τσεκουριές που ακούγονται στον κήπο, από τις βυσσινιές που αποκόβονται βίαια δεν είναι ικανός να τους ξυπνήσει από τον ηδονικό λήθαργο του μη πράττειν. Η Λιουμπόβα, ω τι βολική η λύση αλήθεια, θα φύγει πάλι μακριά, όπως έφυγε για να ξεχάσει το χαμένο της γιο, θα φύγει και πάλι και ας ξέρει ότι τα χρήματα που έχει είναι λίγα και δεν της φτάνουν. Μια ζωή σε ατέλειωτη εφηβεία, αναλωμένη σε ανούσιες, φλύαρες, άσκοπες, ανάλαφρες κουβέντες, διανθισμένες με ποτά και μεγαλομανείς και επιδεικτικές φιλανθρωπίες.

Είναι δύσκολη η αλλαγή και η μετάβαση οδυνηρή  και αν δεν μπορέσεις να προσαρμοστείς θα χαθείς και συ μαζί με το σπίτι!

Ο Γκάγεφ (Στάθης Μαυρόπουλος), ο αδελφός της Λιούμπα κινείται και αυτός στην ίδια απαράλλαχτη μονοτονία μη μπορώντας να φροντίσει ακόμα και τον εαυτό του. Θα προσληφθεί στο τέλος, ύστατη λύση, στην τράπεζα αλλά όπως κυνικά λέει ο  Λοπάχιν δεν θα αντέξει για πολύ γιατί είναι τεμπέλης. «Εξόδεψα μια περιουσία σε καραμέλες», περηφανεύεται για το μόνον της ζωής του κατόρθωμα.

Από την άλλη η νέα τάξη: Ο Λοπάχιν, αντιπροσωπεύει στο έργο του Τσέχωφ αυτή την νέα εποχή: γιος κολίγων, αμόρφωτος, άξεστος μα ορθολογιστής, θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, μα το αίσθημα της κατωτερότητας και της ανασφάλειας είναι παρόν και τον κατατρέχει και δεν τον αφήνει να χαρεί το παρόν  που δυναμικά έχει κερδίσει. Αφήνει τη Βάρια (Σοφία Βούλγαρη), την ψυχοκόρη, να περιμένει μάταια το γάμο μαζί του καθώς άλλος μάλλον είναι ο κρυφός πόθος του. Στην πραγματικότητα είναι η Λιούμπα, ο κρυφός ανομολόγητος πόθος του, όνειρο, όμως μακρινό και άπιαστο που ποτέ δεν θα φτάσει και ποτέ δεν θα επιδιώξει να το φτάσει γιατί φοβάται. Όλος ο αγώνας να φτάσει κάπου μάταιος και ανώφελος,  γιατί οι στόχοι ήτανε για άλλους και όχι γι’ αυτόν και η αίσθηση του ανικανοποίητου βαθιά και πικρή.

Το καινούριο έρχεται και χτυπά δυναμικά την πόρτα. Η Άνια, η κόρη, βλέπει το τέλος σαν μια νέα αρχή. Γοητεύεται από τον Τροφίμωφ, τον αιώνιο φοιτητή και από τις μεγάλες ιδέες του για τον νέο κόσμο, αλλά στην ουσία είναι ο έρωτας που μπαίνει δυναμικά στη μέση, ένας έρωτας που όμως δεν μπορούν να τον χειριστούν και να τον αντιμετωπίσουν. Και οι δυο μοιάζουν ανίκανοι και αυτοί να αντιμετωπίσουν τη ζωή και αρνούνται, όπως οι μεγαλύτεροι, να τη βιώσουν και να αναλάβουν τις ευθύνες της.

«Έχουμε μείνει πίσω τουλάχιστο διακόσια χρόνια, δεν έχουμε απολύτως τίποτα, δεν ξεκαθαρίσαμε τις σχέσεις μας με το παρελθόν. Το μόνο που κάνουμε είναι να φιλοσοφούμε, να παραπονιόμαστε πως η ζωή είναι πληχτική, ή να πίνουμε βότκα. Κι όμως είναι ολοφάνερο πως για ν’ αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε και μπορούμε να εξιλεωθούμε μονάχα αν κοπιάσουμε με αδιάκοπη και σκληρή δουλειά…»

Η λύση είναι εκεί μα πόσο εύκολο είναι την κατακτήσεις;

Οι υπηρέτες περιφέρονται γύρω από τους αφεντάδες, μιμούμενοι τα υψηλά αφεντικά, με όλα τα σουσούμια τους, προσποιούμενοι και αυτοί το κάτι άλλο. Ο Γιάσα, περιφέρει τη ματαιοδοξία του, θεωρώντας τον εαυτό του σπουδαίο και ευγενή, καθώς η ζωή στο Παρίσι τον έκανε να πιστεύει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Η παρουσία της μάνας του, τον γεμίζει θυμό καθώς τον επαναφέρει επιτακτικά στην πραγματική του θέση που δεν θέλει να βιώσει. Η Ντουνιάσα, κακέκτυπο και αυτή των αφεντάδων, ερωτοτροπεί με τον Γιάσα και περιφρονεί τον Επιχόντοφ, που την διεκδικεί με αδέξιο, είναι αλήθεια, τρόπο. Ο Φιρς, ο γέρος υπηρέτης, εγκλωβισμένος σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να εγκαταλείψει. Κλειδωμένος στο σπίτι, ξεχασμένος από όλους θα κλείσει τραγικά το έργο  ««Κλειστά… Φύγανε. Εμένα με ξεχάσανε… Ε, δεν πειράζει… Πέρασε η ζωή, πάει… σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη…Τίποτα δεν σ’ απόμεινε…».

Κουτιά μαζεύονται, βαλίτσες συναθροίζονται, καρέκλες, χαλιά, αναμνήσεις πακετάρονται, μια ολόκληρη ζωή σε 10 κούτες αλλά και ένα ανέλπιστο αίσθημα ανακούφισης  με την τελική παράδοση. Τι τραγική αλήθεια η ειρωνεία και πόσες τέτοιες απώλειες κουβαλά η ιστορία αυτού του σπιτιού! Κάπως έτσι το εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες του, η οικογένεια του Μεχμέτ Καπαντζή, φεύγοντας διωγμένοι στην Κωνσταντνούπολη.

Ένα μεγάλο μπράβο σε όλους τους συντελεστές αυτής της παράστασης. Η σκηνοθεσία της Χατζηβασιλείου κινήθηκε επιδέξια, ενσωματώνοντας δυναμικά τη γοητεία του χώρου. Μια παράσταση που συνταιριάζει το κλασικό με πολλά νεωτεριστικά στοιχεία. Η Χατζηβασιλείου έχτισε μια παράσταση διαδραστική σε έναν χώρο που όλοι νιώθαμε ότι συμμετέχουμε. Σε αυτό το σπίτι, το σπίτι των ονείρων μας, που ψάχνουμε αφορμή κάθε φορά για να το επισκεφθούμε και να κρυφοφανταστούμε πως κάποτε ζούσαμε κι εμείς εκεί, ναι ήρθε η στιγμή να ζήσουμε το όνειρό μας∙ ζήσαμε και εμείς και συμμετείχαμε, και γευτήκαμε τη βυσσινάδα από τα χέρια του Φιρς, χορέψαμε και εμείς μαζί τους βαλς και πόλκες (ακόμα και το «Ας ερχόσουν για λίγο» της Δανάης Στρατηγοπούλου ήχησε ξένα μεν ευχάριστα δε), και ναι στο τέλος σηκωθήκαμε από τις καρέκλες μας για να πακετάρουμε όλοι μαζί τα έπιπλα λίγο προτού αφήσουμε το σπίτι μας με τον ωραίο βυσσινόκηπο.

Ίσως στις επόμενες παραστάσεις, γιατί πήρε και νέα παράταση κατά απαίτηση του κοινού, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καν σειρές καρεκλών αλλά θα τις φανταζόμουν να είναι διασκορπισμένες γύρω γύρω ακόμα και στο μέσα παιδικό δωμάτιο ώστε να δημιουργείται ακόμα περισσότερο η αίσθηση της συμμετοχής και της αλληλοδιάδρασης.

Όλοι οι ηθοποιοί εξαιρετικοί ανεξαιρέτως μας παρέσυραν σε έναν μαγικό κόσμο και μας έκαναν να σηκωθούμε στις μύτες να δούμε τον βυσσινόκηπο που απλωνόταν  στο πίσω μέρος της βίλας!

Και να καθώς βγαίνουμε η παράσταση μας ακολουθεί: βαλίτσες και κούτες είναι εκεί αραδιασμένες. Πωλείται λέει η ταμπέλα στην είσοδο της Βίλας. Δεν την είχαμε προσέξει μπαίνοντας αλλά τώρα μοιάζει να μας κλείνει κοροϊδευτικά το μάτι αντάμα μαζί με το φεγγάρι που παίζει στον βυσσινόκηπο.

Βαθιά επίκαιρο και έντονος ο συμβολισμός του έργου (πόσο μάλλον για την Πειραματική Σκηνή χωρίς σκηνή πλέον). Όλοι μας ζήσαμε σε μια εποχή με Βυσσινόκηπους και ανέμελη και επίπλαστη ευμάρεια. Και όσοι δεν προσαρμοστήκαμε έχει η ζωή τον τρόπο της να μας προσαρμόσει  αλλά θα είναι με βίαιο τρόπο.