«Ορέστεια», Εθνικό Θέατρο, στο 62ο Φεστιβάλ Φιλίππων | κριτική παράστασης

Written by

Ο ποιητής

Ο Αισχύλος γεννήθηκε το 525/4 π.Χ. στην Αθήνα και πέθανε στη Γέλα το 456/5 π.Χ. Καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια του δήμου Ελευσίνας και είχε κοινωνικές επαφές με πολλούς από τους εξέχοντες ποιητές της εποχής, όπως τον Πίνδαρο, το Σιμωνίδη και άλλους. Πήρε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Δύο φορές τουλάχιστον επισκέφθηκε τις Συρακούσες, προσκεκλημένος του τυράννου της πόλης Ιέρωνα.  

Υπολογίζεται ότι έγραψε 80 έργα περίπου. Σώθηκαν μερικά αποσπάσματα από κάποια, ενώ ολόκληρες έχουν φτάσει σε μας 7 τραγωδίες, εκ των οποίων μόνο μία τριλογία. Με 13 έργα του κέρδισε την πρώτη νίκη σε ισάριθμους διαγωνισμούς.  

Ο Αισχύλος με τις καινοτομίες του και με τις εμπνευσμένες ιδέες του, εξύψωσε την τραγωδία δίδοντάς της τα χαρακτηριστικά που όλοι σήμερα γνωρίζουμε. Άνοιξε νέους δρόμους για τους τραγωδούς και ποιητές που ακολούθησαν, από τον Μέγα Σοφοκλή και Ευριπίδη, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε τον Σέλλεϋ και τον Λόρδο Βύρωνα.  

Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις καινοτομίες που εφάρμοσε σε μια παράγραφο, θα λέγαμε πως τα κύρια σημεία αυτών των αλλαγών ήταν η προσθήκη δεύτερου ηθοποιού, πράγμα το οποίο βοήθησε στην ανάπτυξη του διάλογου. Η μείωση των χορικών από πενήντα σε δώδεκα, δίνοντάς κι έναν χαρακτήρα πιο μυστηριακό, αφού συνήθως ο χορός αναπαριστούσε το θείο και παρενέβαινε στη δράση. Η δημιουργία τριλογίας με ενιαίο περιεχόμενο και προσθήκη σκηνικών μηχανών.

Ακόμη, εισήγαγε έναν θρησκευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας σαν εισηγητής των αρχαίων διονυσιακών παγανιστικών τελετών, σε μια πιο σύγχρονη μορφή θεάτρου. Επίσης, ο Αισχύλος εκφράζεται με γλώσσα, ποιητική, λυρική και γλαφυρή, που δεν προϋπήρχε της εποχής του. Μέσα από αυτήν την λαμπρή γλωσσική ιδιαιτερότητα, ο μεγάλος τραγωδός διεύρυνε και ενδυνάμωσε την επιρροή που ασκούσε ο μυθικός και μυητικός συμβολικός λόγος, δημιουργώντας μια βαθύτερη, ιερότερη και πιο «θεολογική» σχέση μεταξύ του θεατή και του έργου.  

Το θέμα

H τριλογία του Αισχύλου «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες», γνωστή με το συλλογικό όνομα «Ορέστεια» είναι η μόνη που σώζεται ολόκληρη. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων και αντλεί το θέμα της από το μύθο των καταραμένων Ατρειδών, στους οποίους επί πολλές γενιές το ένα έγκλημα διαδέχεται το άλλο.

Η «Ορέστεια» καταπιάνεται με τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, τα πραγματεύεται δε με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και βαθύτητα. Η πρώτη τραγωδία της τριλογίας αρχίζει με την επάνοδο του Αγαμέμνονα από την Τροία. Καθώς γνωρίζουμε πως πριν από την έναρξη της εκστρατείας ο Αγαμέμνων έχει θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια, για να εξασφαλίσει από τους θεούς την ευόδωσή της, το μοτίβο της ύβρεως τίθεται όχι μόνο ως ένα από τα βασικά θέματα της τραγωδίας, αλλά ως προϋπόθεσή της.  

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Αν δεχτούμε την άποψη ότι τα έργα του Αισχύλου βρίθουν πυθαγόρειων ιδεών και συμβολισμών, μπορώ να αιτιολογήσω το σκηνικό της παράστασης. Ένα υψηλό αρχιτεκτονικό γεωμετρικό σχήμα, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, όπου πάνω του κρεμάστηκε το τεράστιο ανάγλυφο πρόσωπο του βασιλιά, για να αποδομηθεί – ως σκηνοθετικό εύρημα – αμέσως μετά τη δολοφονία του από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο. Δυνατό εικαστικό, λειτουργικό ως συμπλεκτικός σύνδεσμος και στα τρία μέρη.

Επειδή οι τραγωδίες του Αισχύλου κινούνται πάνω στα πρότυπα των μυθολογιών που μας παραδίδονται από τους μεγάλους ποιητές (Ορφέα, Ησίοδο, Όμηρο), αντιλαμβανόμαστε πως πέρα από την πλοκή αυτή καθαυτή, τη συναισθηματική επιρροή που μπορεί να ασκεί στον θεατή, τα νοήματα που διαφαίνονται, τα διδάγματα και τις ηθικές αξίες που προβάλλονται, η τραγωδία είναι κι ένα θρησκευτικό δρώμενο χτισμένο πάνω σ ένα θεολογικό μυστηριακό υπόβαθρο. Έτσι, δικαιολογώ τα μαύρα κοστούμια του Χορού που παραπέμπουν σε ιερατική περιβολή ανδρών, οι οποίοι ασκούν μια κάποια διακονία. Όπως πράττουν οι Αργείοι γέροντες στην τραγωδία.

Η πορεία του οίκου των Μυκηνών, μετά την επιστροφή του Αγαμέμνονα, είναι το νήμα που συνδέει και τα τρία μέρη. Η φρυκτωρία του Αραχναίου μεταδίδει το μήνυμα της πτώσης της Τροίας, η Κλυταιμήστρα ετοιμάζεται για την επιστροφή του βασιλιά και συζύγου της. Οι πολίτες του Άργους ανησυχούν και αυτοί με τη σειρά τους. Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει θριαμβευτής, φέρνοντας μαζί του ως έπαθλο και την Κασσάνδρα. Το σχέδιο της Κλυταιμνήστρας ενεργοποιείται και σε πολύ λίγο, ο Αγαμέμνονας και η Κασσάνδρα είναι νεκροί. Η βασίλισσα θριαμβολογεί. Στο τέλος εμφανίζεται ο Αίγισθος, συνένοχος και ο ίδιος και αμετανόητος, ενώ ο χορός προειδοποιεί για τα δεινά που θα έλθουν από αυτή την ανόσια πράξη.  

Η παράσταση

Ο Χορός πρωταγωνιστής, διακριτό στοιχείο στις συγκρούσεις των ηρώων και μοχλός αναστοχασμού του τραγικού στην ανθρώπινη κατάσταση. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο δεν είναι μουσικό δράμα, όπως η όπερα, αλλά η σημασία της μουσικής (μελωδίας και τραγουδιού) καθώς και της όρχησης σε αυτό, παραμένει κυρίαρχη και στις σημερινές αναβιώσεις αρχαίου δράματος. Η σκηνοθέτις Ιώ Βουλγαράκη όρισε εννεαμελή Χορό. Αυτός μας κράτησε προσηλωμένους στη δράση. Με δυνατές φωνές, με κίνηση, με καθαρό λόγο, με χορικά πολυφωνικά και μονοφωνικά. Ενδιαφέρουσα συνεπικουρία στη μυστηριακή ατμόσφαιρα η εξαιρετική μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.

Αντίθετα με τον Χορό των γερόντων, οι χαρακτήρες δεν απογείωσαν την παράσταση. Παρά την ογκώδη φιγούρα του, τους αρχέτυπους κοθόρνους και την επιβλητική του περικεφαλαία, ο Αγαμέμνων του Αργύρη Ξάφη επιμελώς διεκπεραιωτικός. Οι σχέσεις των βασιλικών προσώπων, σχεδόν ανύπαρκτες και οι συγκρούσεις σχηματικές. Η Κασσάνδρα της Δέσποινας Κούρτη έφερε μια ιδιάζουσα προφορά, ως ξένη στη χώρα, αλλά η υπερβολή και η επιτήδευση τής αφαίρεσαν δραματουργική υπόσταση, ακόμα και μερίδιο από την όμορφη σκηνική της παρουσία.

Εύη Σαουλίδου ως Κλυταιμνήστρα

Η ατυχής έμπνευση της σκηνοθέτιδος να ντύσει την Κλυταιμήστρα με λευκό νεανικό κοστούμι – παντελόνα κολλητή, εφαρμοστή αμάνικη ζακέτα – σε συνδυασμό με το φαλακρό κεφάλι, ως ένδειξη της αποποίησης θηλυκότητας από μια στυγνή και αποφασισμένη γυναίκα να εκδικηθεί τον χαμό της κόρης της , αδίκησε την εξαιρετική και βραβευμένη ηθοποιό Εύη Σαουλίδου. Της στέρησε το βασιλικό εκτόπισμα, την ωριμότητα μιας μητέρας τεσσάρων παιδιών ( το πρώτο της δολοφονήθηκε), το κύρος της αρχόντισσας και την καταδίκασε να ολοφύρεται αδίκως, εφόσον αισθητικά ( όχι ερμηνευτικά) δεν έπειθε στον ευμεγέθη ρόλο της Κλυταιμήστρας. Ευτυχώς, τα ωραία ελληνικά του Κ.Χ. Μύρη και η υποκριτική δεινότητά της ανέδειξαν τη διπροσωπία της βασίλισσας.

Η ελλιπής εμφάνιση του βασιλικού ζεύγους χρεώνεται στην Ιώ Βουλγαράκη αναγκαστικά, επειδή, αν η σκηνοθεσία αλλοιώνει τη μορφή, αλλοιώνει και το περιεχόμενο. Τέλος, αν και ολιγόλεπτη η εμφάνιση του Αίγισθου – Αλέξανδρου Λογοθέτη, εντυπωσίασε με τη στιβαρότητα του λόγου και του ύφους του.

Θα πρέπει να πω, ωστόσο, ότι η εικαστική εγκατάσταση ήταν επιτυχής και οι εικόνες στην ορχήστρα, ιδίως στη διάταξη των ηθοποιών και στην αντίθεση του άσπρου – μαύρου, με την υποστήριξη των φώτων , έδωσαν εξαιρετικής συμμετρίας και ομορφιάς εικαστικά κάδρα. Το δε κόκκινο πανί που στρώθηκε για να περπατήσει ο Αγαμέμνων, πέρα από τον συμβολισμό επερχόμενου θανάτου, παρέπεμψε την καλλιτεχνική άποψη σε πίνακα σύγχρονου ρεαλιστή ζωγράφου , όπως , για παράδειγμα, του Αμερικανού Έντουαρντ Χόπερ.  

Συντελεστές:

Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης. Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη  Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής. Σκηνικά- Κοστούμια: Πάρις Μέξης. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Κίνηση: Μαρία Σμαγιέβιτς (Maria Smaevich). Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου Βοηθός σκηνοθέτη: ;Eφη Χριστοδουλοπούλου. Βοηθός κινησιολόγου: Ειρήνη Κλέπκου

Διανομή (αλφαβητικά) Κήρυκας: Δημήτρης Γεωργιάδης. Στέλιος Ιακωβίδης: Φρουρός. Δέσποινα Κούρτη: Κασσάνδρα. Αλέξανδρος Λογοθέτης: Αίγισθος. Αργύρης Ξάφης: Αγαμέμνων. Εύη Σαουλίδου: Κλυταιμήστρα Χορός ανδρών (αλφαβητικά) Θανάσης Βλαβιανός, Πάρις Θωμόπουλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Καρδώνης, Κωστής Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Νταλιάνης, Θέμης Πάνου, Στρατής Πανούριος  

ΧΟΗΦΟΡΕΣ

Δέκα χρόνια μετά. Στην εισαγωγή του έργου ο πρόλογος είναι συντομότατος, θεωρείται δε ότι είναι απόσπασμα από μεγαλύτερη ενότητα που δε σώθηκε. Ο Ορέστης επιστρέφει στον τόπο του, ύστερα από μακρόχρονο ξενιτεμό, δίνει την εικόνα ενός νέου που έρχεται να εκτελέσει ένα καθήκον, να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Τίποτε δε μαρτυρά αλλά και δεν αποκλείει, ότι ο στοργικός γιος θα γίνει μητροκτόνος.  

Η παράσταση

Η επιθυμία εκατοντάδων θεατών που αψήφησαν μηνύματα μπόρας και κατέκλυσαν τα διαζώματα του αρχαίου θέατρου, βράδυ Σαββάτου 3 του μηνός, για να δουν το δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια», πνίγηκε σε κατακλυσμιαία νεροποντή, που σάρωσε την πεδιάδα των Φιλίππων κι απλώθηκε και σ άλλους Δήμους του Νομού Καβάλας. Άνοιξαν οι ουρανοί κι έριξε καρεκλοπόδαρα. Αν θέλετε λόγια έκφραση: «έβρεξε καταρρακτωδώς». Λογικό να ματαιωθούν οι παρατάσεις. Θλίψη και απογοήτευση. Ένιωσα σαν το παιδί που του προφέρουν γλύκισμα, δαγκώνει την πρώτη μπουκιά και, πριν προλάβει να χαρεί γεύση, του το αρπάζουνε απ τα χέρια. Και κείνο κλαίει. Εγώ έτρεξα μαζί με δεκάδες ταλαίπωρους συμπολίτες στο παρκινγκ. Τα παρακάτω είναι βρεγμένα λόγια.  

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

Η τραγωδία αυτή, μαζί με τις άλλες δύο της τριλογίας « Ορέστεια», αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο των ελληνικών γραμμάτων μετά τα ομηρικά έπη. Τέτοια είναι η ποικιλία στις ιδέες, η μεγαλοπρέπεια του λόγου και η αφθονία των εικόνων, ώστε να θεωρείται ότι συγκεντρώνει όλες τις αρετές που συνθέτουν το υψηλό τραγικό ύφος. Με την παρέμβαση ειδικότερα της Αθηνάς, η οποία αντιτάσσει τη λογική και τη φιλευσπλαχνία στην άγρια μανία των παθών και της, εκδικήσεις, δίνεται το μέτρο μιας ευνομούμενης πολιτείας, δηλ. της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και έτσι η τραγωδία αποκτά και υψηλό πολιτικό περιεχόμενο. Η παράσταση Ομοίως, ματαιώθηκε.    

Επίλογος

Η τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» δεν παίζεται συχνά ολόκληρη. Το Εθνικό Θέατρο την ανέβασε το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη. Ο Γιάννης Χουβαρδάς την παρουσίασε το 2016 στην Επίδαυρο, σε ανεξάρτητη παραγωγή, πάλι σε μετάφραση  Δημήτρη Δημητριάδη, με αρκετές περικοπές.  Παρότι στην περιφέρεια η τριλογία παίζεται σε δυο συνεχόμενες βραδιές, πρόκειται για ένα εγχείρημα, μια μεγάλη και πολυπρόσωπη παραγωγή, που οφείλει, πρέπει και μπορεί να υλοποιήσει ένα Εθνικό Θέατρο. Το τωρινό με τις τρεις διαφορετικές σκηνοθέτιδες είχε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Δυστυχώς, στο 62ο Φεστιβάλ Φίλιππων χάσαμε τις «Χοηφόρες» και τις «Ευμενίδες».