Όταν όλα είναι σκούρα …κάνε διάλειμμα

Written by

Όταν βλέπεις το μαύρο να σκεπάζει τον ουρανό σου, όταν η κατάθλιψη σου χτυπά τη πόρτα, χρειάζεσαι από κάπου να πιαστείς. Ή θα τα ακουμπήσεις στην ιατρική επιστήμη, ή θα κατεβάσεις τα ρολά για να απομονωθείς λέγοντας δεν μπορώ άλλο. Tο Άγιο πνεύμα το χτύπησε κάποιος λαθροκυνηγός για αυτό μη περιμένεις ουρανοκατέβατη βοήθεια. Αφού δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, κάνε τουλάχιστον όμορφες σκέψεις. Πες τι θα ήθελες, εδώ και τώρα.

Κάνε μια διαγραφή της καθημερινότητας, ότι και να συμβαίνει και ας κουβεντιάσουμε για αυτά τα άυλα, τα απραγματοποίητα, που γλιστράνε σαν να πάτησε η μπροστινή σου ρόδα σε μια κηλίδα λάδι στη Τσιμισκή. Ίσως για πολλούς όλα αυτά είναι ένα μπλα μπλα και παραφιλολογία. Μπορεί… όμως εκεί που κατρακυλάς πάτα φρένο, είναι και κάτι σαν μια κάποια έστω προσωρινή λύση. Και σαν λύση και διαλλειμα για μένα φαντάζει ένα νησί.

Εδώ και μήνες με τριγυρίζει η ιδέα της εγκατάστασης σε ένα απόμερο νησί για 1 χρόνο, άντε ας είναι για λίγους μήνες μόνο. Ένα μικρό νησί με γεύση αλμύρας και γυναίκας, φως και ομίχλης, με χρώματα και προσδοκίες. Τις μέρες τις περισσότερες ονειρεύομαι να τις περνώ παρατηρώντας. Τα μανιασμένα κύματα που έρχονται από μακριά και σκοντάφτουν στα βράχια. Τα νερά που αστράφτουν στον ήλιο όταν κάνει μπουνάτσα. Τα απογεύματα, τις ψευδαισθήσεις που η καθεμιά παίρνει στο νερό και άλλο χρώμα.

Στο σπίτι που θα μένω, η μεριά που θα βλέπει τα πλοία να διασχίζουν το πέλαγος δεν θα έχει τοίχο. Θα είναι σκέτο γυαλί, να χορτάσει το μέσα μου ουρανό και θάλασσα. Όπως αυτά τα προκάτ σπίτια του γκέτου για τους τσιγγάνους έξω από τα Διαβατά της Θεσσαλονίκης. Μακρόστενες σαν βαγόνια κατασκευές που η μεγάλη πλευρά είναι μόνο τζάμι. Οι άλλοι δύο τοίχοι θα έχουν βιβλιοθήκες. Από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Αλφαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς, λιγάκι μπάχαλο θα γίνεται στους ξένους. Βιβλία με ποίηση θα είναι πάνω στα τραπεζάκια και κάτω από αυτά. Άνοιξε τη σελίδα 52, μέτρα 9 σελίδες προς τα πίσω και διάβασε μου. Τέτοια παιχνίδια θα κάνουμε. Και θα αγγιζόμαστε καλώντας τον τίγρη της λαγνείας.

Τον τοίχο που θα είναι πιο ψηλός από τους άλλους θα τον γεμίσω με ζωγραφιές. Όχι αφίσες, ούτε αγορασμένα έργα. Μόνο αγαπημένα χρώματα, πίνακες που έχουν χαριστεί από καρδιάς, επεξεργασμένες φωτογραφίες, κογχύλια του νησιού, καράβια που θα μάθω να φτιάχνω από παλιοκαιρίσια σανίδια απομεινάρια ναυαγίων και ένα πλακάτ με δεκάδες φύλλα από πλάτανο (εκείνα τα πορτακαλοκίτρινα) με στιχάκια γραμμένα πάνω τους. Όλα αυτά σε μεγέθη XXL.

Όσος χώρος περισσέψει ανάμεσα στους πίνακες δεν θα τον αφήσω γυμνό, το μινιμαλ τέλος, έχω ανάγκη το πολύ. θα τον γεμίσω με μερικές εκατοντάδες κόκκινα, μαύρα, ροζ, μωβ, φιλιά πάνω σε λευκό υπόστρωμα, από αγαπημένα πρόσωπα. Φιλιά φιλικά, θυμωμένα, πεταχτά, ανάποδα, λαχανιασμένα, ερωτικά, πρωινά, ρουφηχτά, να θυμίζουν σκιρτήματα ψυχής.

Τα πρωινά από τη θάλασσα η ανατολή θα μπαίνει στο σπίτι. Όποιος σηκώνεται πρώτος, θα στύβει πορτοκάλια, θα ψήνει ψωμί και θα φέρνει το πρωινό σε δίσκο στο κρεβάτι. Ο τελευταίος που θα ξυπνά θα μαγειρεύει, θα πλένει, θα συγυρίζει. Τίμια πράγματα.

Όταν βρέχει θα βγαίνω βόλτα. Αμέτρητοι περίπατοι για να πετύχω την ώρα που στις αντανακλάσεις της βροχής γεννιούνται οι νέες ελπίδες. Άλλη εμμονή μου. Αλλά και όρος απαράβατος συγκατοίκησης. Ή θα είναι η ώρα που θα βλέπουμε στη «Καζαμπλάνκα» τον Ρίκυ στο αεροδρόμιο να αποχαιρετά την θεϊκή Ίλσα ενώ θα ακούμε ταυτόχρονα Κοέν. Παλιές ταινίες και αγαπημένες μουσικές μπερδεμένες σ? ένα τσουβάλι, θα παίζουν σ? έναν άλλο άδειο τοίχο στη βεράντα να μυρίζουν η βροχή και οι νάρκισσοι. Με το βρόχινο νερό θα ξεπλυθούμε το πρωί. Όταν σκοτεινιάζει στο νησί της φαντασίας μου θα παίζω σκάκι ακούγοντας τον αέρα να φυσά από τις χαραμάδες κάτω από τις πόρτες. Πλάι στο τζάκι όταν κάνει χειμώνα. Τη πρώτη κίνηση θα κάνει ο αγαπημένος στρατιώτης της βασίλισσας μου, βγαίνοντας μπροστά να την προστατέψει μονομαχώντας μέχρι τελικής πτώσης. Θα επαναλαμβάνω κάθε μέρα την ίδια βαριάντα. Αλλά θα καλλιεργήσω και όλες τις άλλες μονομανίες μου.

Τα βράδια θα μάθω όλα τα αστέρια, με το όνομα τους. Θα δώσω κι ένα παρατσούκλι στο καθένα. Και στο χωρίς φώτα νησί θα φωτογραφηθούν όλοι οι γαλαξίες. Στον καλό τρίποδα θα στήσω μια μηχανή να πάρει το αποτύπωμα της πορείας των άστρων μέσα σε ένα βράδυ. Με την ελπίδα το κυνήγι και η δίψα του χρήματος και της επιτυχίας, με τη φυγή στο νησί να γίνει αναζήτηση και ξεδίψασμα όλων των ηδονών που στερηθήκαμε. θα μάθω να γράφω με πένα, θα ανεβαίνω στα βράχια, θα κολυμπάω στις σπηλιές, θα ξαπλώνω στις πλαγιές, θα μάθω να κάνω κρασί, να μαζεύω φράουλες, θα φωτογραφίζω πεταλούδες, θα μαζεύω πεταλίδες, θα βγαίνω όταν θα έχει φουρτούνα, θα λέω μόνο αλήθειες στα πουλιά, θα ξεχάσω τους φόβους μου, θα ξεπεράσω τα όρια, θα μελετώ το πέταγμα των γλάρων. Ουτοπία μου είναι ότι θέλω θα κάνω.
Μια ουτοπία είναι ένα εφηβικό όνειρο που επανέρχεται στην ωριμότητα. Δοκιμάστε το, είναι ένα βήμα.
Δεν είναι καλύτερα να μιλάς για τα όνειρα σου;

cityculture.gr/ γράφει ο Πέτρος Γραμμενίδης