«Παιδικά Τραύματα» με τον Παναγιώτη Κούδα *κριτική

Written by

Το είδος του stand-up έχει κάνει σταθερά αλλά και αξιόλογα βήματα στην Ελλάδα, τα τελευταία 20 χρόνια. Οι αντίστοιχοι performers έχουν πολλαπλασιαστεί με γεωμετρική αύξουσα πρόοδο, ίσως διότι το αντικείμενο αυτό είναι κατά πολύ πιο εύκολο, αλλά και «ελεύθερο» από άλλα θεατρικά είδη, ενώ είναι και σχετικά ανέξοδο, αν σκεφτεί κανείς πως μόνο ένας καλλιτέχνης εμφανίζεται επί σκηνής, και χωρίς ιδιαίτερες υλικές απαιτήσεις. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες του είδους είναι ηθοποιοί που προέρχονται από την Τηλεόραση ή άλλα συγγενή θεατρικά είδη, κυρίως την Επιθεώρηση, χωρίς αυτό να είναι κανόνας. ΄Οσοι «δόθηκαν» σε αυτό, διακρίνονται για την μεγάλη τους ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό, καθώς και την ιδιαίτερη ευκολία τους να απαντούν, έξυπνα και με καλή ετοιμότητα, σε κάθε ατάκα του κοινού. Οι πιο πολλοί από αυτούς γράφουν τα κείμενα τους οι ίδιοι, όμως αρκετοί άλλοι συνεργάζονται με ειδικευμένους κειμενογράφους. Κάποιοι τρίτοι, όμως, κατά τη γνώμη μας οι καλύτεροι, βασίζονται όχι σε συγκεκριμένα κείμενα, αλλά σε βασικούς καμβάδες (πολιτική, έρωτας, συζυγικές σχέσεις κλπ.) επί των οποίων στήνουν καθημερινά τους δικούς τους αυτοσχεδιασμούς, καταλήγοντας σε «κείμενα» που «γράφονται» επί τόπου, με τη βοήθεια του κοινού και που είναι, φυσικά, κατά πολύ διαφορετικά από βράδυ σε βράδυ.

Τα όσα ακούστηκαν στην μικρή, αλλά πολύ συμπαθητική (και κατάλληλη για αντίστοιχα εγχειρήματα) σκηνή του Σούρλιμπουμ, ήταν εξαιρετικής έμπνευσης, πρωτότυπα και πολύ αστεία. Λες και οι ηθοποιοί–συγγραφείς τους έχουν πίσω τους πολλά χρόνια εξειδίκευσης στο γράψιμο, γνήσιοι απόγονοι των μεγάλων μας κωμωδιογράφων, όπως οι Πρετεντέρης, Γιαλαμάς, Σακελλάριος, Χάρυ Κλιν, και πολλοί άλλοι. Το κοινό γέλασε με τη ψυχή του αστάματητα, κάποιοι θεατές, μάλιστα, κόντεψαν να πάθουν … συγκοπή από τα τρανταχτά γέλια!

Ξεκινώντας από τον …τίτλο της παράστασης («Παιδικά Τραύματα»), θα λέγαμε πως κάλυπτε μόνο όσα ακούσθηκαν τα πρώτα 20 λεπτά, διότι μόνον οι ατάκες του διαστήματος αυτού είχαν σχέση με τον τίτλο. Η υπόλοιπη μια ώρα, όμως, δεν είχε να κάνει με τέτοιας ηλικίας ζητήματα, ούτε καν με τραύματα μετ-εφηβικής και μεγαλύτερης ηλικίας! ΄Ηταν όλες πολύ καλές μικρές ιδέες, χωρίς όμως κάποια σχέση με την κεντρική, αλλά και μεταξύ τους.

΄Εξυπνη η ιδέα να σταματήσει ο Κούδας το μονόλογό του στα πρώτα 40 λεπτά και να δώσει το μικρόφωνο στην ΄Ηρα Κατσούδα για περίπου 20. Και την επόμενη μέρα του διήμερου, ο λόγος δόθηκε σε έτερο συνεργάτη, τον Ανδρέα Πασπάτη, που κι αυτός ξεκούρασε τον Παναγιώτη και το κοινό. Τέτοιες εναλλαγές δίνουν ένα τόνο ποικιλίας και εναλλαγής καταστάσεων, σε μια παράσταση χωρίς σκηνικά και κοστούμια, ακόμη και χωρίς φωτισμούς ή ειδικά αξεσουάρ, άρα αρκετά κουραστική στο εικαστικό μέρος. Μόνο «όπλο» τους ο λόγος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε πολλά καλά σημεία και τους βοήθησε να στηρίξουν τη συνολική δουλειά τους με τρόπο μοναδικό, χωρίς να κουραστούν οι ίδιοι και το κοινό. Μας άρεσαν οι αναφορές στα παιδικά τραγούδια, παραμύθια και βιβλία (το πόση «τρομοκρατία» κρύβουν «κάτω» από τους στίχους που εμείς τους επαναλαμβάνουμε τακτικά, αλλά δεν καταλαβαίνουμε τα απλοϊκά, βαθύτερα νοήματά τους). Από την άλλη, δεν καταλάβαμε την επίθεση σε τηλεοπτικούς παρουσιαστές όπως ο Θέμης Γεωργαντάς, που, αν και ο ίδιος ο υπογράφων δεν συμπαθεί, διαπίστωσε πως οι σχετικές ατάκες από τον πρώτο performer ήταν ατεκμηρίωτες.

Και οι τρεις προαναφερθέντες χρησιμοποίησαν το μικρόφωνο (και μάλιστα καλωδιωμένο, δηλαδή όχι ασύρματο, άρα με περιορισμούς στην κίνηση) ενώ ο χώρος ήταν πολύ μικρός κατά συνέπεια μικρόφωνο δεν χρειαζόταν. Στο χώρο αυτό, μάλιστα, αν έβγαιναν περισσότερο προς το κοινό (σε σημείο που να φτάνουν σε αυτό και ακόμη και να το …. αγγίζουν) θα έδιναν μεγαλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις στην όλη σκηνοθεσία. ΄Αλλωστε ακόμη και ο ξένος ορισμός του είδους σημαίνει πως κάποιος, κάποια στιγμή, σηκώνεται όρθιος και σίγουρα αυτός ΔΕΝ είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Το βλέπουμε τακτικά: ο κεντρικός ηθοποιός να πλησιάζει και να προτείνει σε κάποιους θεατές να σηκωθούν και να παίξουν μαζί τους επί σκηνής. Αυτό δεν συνέβη ούτε μια φορά στην διάρκεια της παράστασης, κάτι που μείωσε αρκετά την συνολική αξία της. Και η γενική προσέγγιση της σκηνοθεσίας αυτής κατέδειξε ότι, τόσο οι εν λόγω καλλιτέχνες, όσο και όλοι οι ασχολούμενοι με το είδος, δίνουν πολύ διαφορετικές ερμηνείες στο ΤΙ ΕΙΝΑΙ τελικά το stand –up : κάτι από επιθεώρηση, αστείοι μονόλογοι, συραμμένα ανέκδοτα, ψυχο-χιουμοριστική προσέγγιση της ζωής μας ; Κάτι άλλο ; Τι ;

Στο θέμα της ηθοποιίας, ο Παναγιώτης είχε φοβερή άνεση και καθόλου τρακ, κοιτούσε, όμως, τακτικά το πάτωμα, χωρίς λόγο, αντίθετα έπρεπε να κοιτάει το κοινό και ΜΟΝΟ κατάματα, μια και τα κείμενά του ήταν εξαιρετικά θρασεία. Η Ηρώ, από την άλλη, διακρίθηκε για την καλή κίνηση και τον τσαμπουκά, όμως είχε μια ταχύτητα στην εκφορά του λόγου, ανεξήγητη. Και αυτής τα συμπαθητικά και έξυπνα κείμενα (μάθαμε πως κι αυτή τα γράφει η ίδια) ήταν αρκετά μακριά από τον κεντρικό τίτλο, θα λέγαμε μάλιστα πως δεν είχαν σχέση και με εκείνα του Παναγιώτη, δηλαδή υπήρχε επί σκηνής ένα σύνολο αρκετά ετερογενές, κυρίως κειμενικά.

Μπράβο τους που δεν χρησιμοποίησαν βιντεο-προβολές (πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια, ακόμη και σε stand-up,  θυμόμαστε την πολύ καλή, διπλής διάρκειας, performance του ταλαντούχου Χριστόφορου Ζαραλίκου στην Μαύρη Τρύπα πέρυσι, του οποίου η σκηνοθεσία και το όλο στήσιμο ήταν βασισμένα σε πάρα πολλά βίντεο, τόσο πολλά  που, ποιοτικά, να υπερκαλύπτουν τα κείμενα, αλλά και την συνολική επίδοση του ιδίου!…

Σαν συμπέρασμα και γενικά, αναρωτιόμαστε πόσο καλύτερη θα ήταν η παράσταση αν σε κάθε τομέα (συγγραφή-σκηνοθεσία-παίξιμο)  είχαμε και ένα διαφορετικό πρόσωπο, δηλαδή ένα «ψύχραιμο» μάτι και αυτί που θα βοηθούσαν περισσότερο -ίσως και λόγω εξειδίκευσης- αυτόν που θέλει να τα κάνει ΟΛΑ μόνος του! Ναι, το stand-up είναι «μοναχικό είδος», αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ και κατά μόνας !

Ευχόμαστε καλή συνέχεια στον Παναγιώτη, την ΄Ηρα και τον Ανδρέα, λέγοντας πως θα τους στηρίζουμε πάντα, μια και προέρχονται και εργάζονται στην κοντινή μας επαρχία, ένα γεωγραφικό χώρο που, επιτέλους, αποκτά τα δικά της ταλέντα στο είδος   –να μη μας τα διεκδικεί αλλά και τα παίρνει όλα η αδηφάγος Αθήνα!

«Παιδικά Τραύματα» με τον Παναγιώτη Κούδα
(σε συνεργασία με την  Ήρα Κατσούδα)
στην αίθουσα Soulriboom, στην πλατεία Αντιγονιδών