«Πειρασμός» του Γρ. Ξενόπουλου (κριτική)

Written by

Η ιδιομορφία της παράστασης που παρακολουθήσαμε στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου έγκειται όχι μόνο στην επιλογή του χώρου, αλλά και στο ιδιότυπο τρόπο απόδοσης των ρόλων από τους ηθοποιούς. Θαρρεί κανείς πως το ένα (χώρος) επηρεάζει διαδοχικά και εναλλάξ το άλλο (τρόπος υπόδυσης) καταλήγοντας σε μια παράσταση εξόχως ενδιαφέρουσα, όχι μόνο για τα θετικά σημεία, αλλά και για τα αρνητικά της. Τα τελευταία την καθιστούν πόλο έλξης καθώς και λόγο να την αναλύουν θεατρολόγοι, κριτικοί και γενικότερα μελετητές του θεάτρου για πολύ καιρό !

Η επιλογή του κειμένου για ένα τέτοιο χώρο είναι ένα σημαντικό σημείο εκκίνησης. Διότι τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου τον έχουμε δει σε θέατρο (και κινηματογράφο) άπειρες φορές, πάντα με έντονο το ρεαλιστικό στοιχείο και μέσα σε σκηνικά κλασικά και εποχής. Εδώ ο ταλαντούχος ΄Ενκε Φεζολλάρι φάνηκε να εμπνεύστηκε από την σκάλα του φουαγιέ του Θεάτρου αυτού (εσωτερική σκάλα, εξόχως σημασιοδοτική, με σαφείς αναφορές στο «πάνω» και το «κάτω» των κοινωνικών τάξεων που υποβάλλει το κείμενο αυτό) για να προσφέρει μια σκηνοθετική σύλληψη πολλών διαστάσεων.
Οδήγησε τους ηθοποιούς σε ένα εξπρεσιονιστικό, κυρίαρχα, παίξιμο με αρκετές πινελιές ρεαλισμού, σε πολλά σημεία του κειμένου, ακριβώς για να μας ξεκουράζει, αφού ο πρώτος τρόπος απαιτεί θεατές εξοικειωμένους στο είδος. Ο εξπρεσιονισμός αυτός δεν είναι κάτι το συνηθισμένο σε παραστάσεις του Κρατικού μας Θεάτρου (δεν τον έχουμε δει ούτε και όταν άλλα θεατρικά έργα το επέτρεπαν) ενώ δεν θα λέγαμε πως ο «Πειρασμός» τον εμπνέει σε πρώτη ανάγνωση. Συνεπώς η τόλμη τόσο του σκηνοθέτη όσο και των ηθοποιών είναι πολύ μεγάλη, γι’ αυτό και τους αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Τα δυο αυτά υποκριτικά είδη μπολιάστηκαν σε σχεδόν ισόποσες εναλλακτικές δόσεις, λες και είχαν βάλει ζυγαριά και μετρητή …
Βέβαια ο εξπρεσιονισμός των ηθοποιών, ίσως από το γεγονός ότι οι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοια είδη υπόδυσης, κατέληγε ορισμένες φορές να γίνεται καρτούν -κάτι που επιχειρήθηκε φέτος και στον «Λεπρέντη» στη Μονή Λαζαριστών, αλλά εκεί ήταν ηθελημένη επιλογή της σκηνοθέτιδας ΄Ερσης Βασιλικιώτη και κατά πολύ δικαιολογημένη από τη συνολική σκηνοθετική σύλληψη.
Οι μουσικές επεμβάσεις αταίριαστες μεταξύ τους και με το κείμενο, αλλά σε κατάλληλα λιγοστά χρονικά σημεία, τόσα που να μη σε κουράζουν ή ψευδώς εντυπωσιάζουν. Τα ιντερμέδια αυτά είχαν, χωρίς αμφιβολία, στόχο να δώσουν στον «Πειρασμό» τη μορφή μιούζικαλ, τον μετέτρεπαν όμως ενίοτε σε παρωδία καταστάσεων, σε τέτοιο βαθμό που ορισμένες φορές να αναιρούνταν το ίδιο το κείμενο και οι προθέσεις του Ξενόπουλου. Ευτυχώς που οι μουσικές επιλογές συνοδεύοντο από πολύ έξυπνες και καθόλου συμβατικές χορευτικές κινήσεις, τέτοιες που έδωσαν μια ευχάριστη πινελιά στην συνολική σκηνοθετική προσέγγιση. Η χορογραφία της Αναστασία Θεοφανίδου, ειδικά επί της ισομετρικά φτιαγμένης και εντυπωσιακής σκάλας (με μάρμαρο που γλιστράει επικίνδυνα, παρακαλώ) αλλά και γύρω από το τραπέζι, έκοβε την ανάσα των θεατών για την πρωτοτυπία της, σε ένα Κρατικό Θέατρο που δεν μας έχει καλομάθει σε τέτοιες υψηλού επιπέδου επιδόσεις …
Τα κοστούμια και τα αξεσουάρ της Αλεξίας Θεοδωράκη άγγιζαν μια ευρεία χρονική περίοδο (μερικά ταγιέρ και υποδήματα θα μπορούσαν να φορεθούν ακόμη και …σήμερα) και ήταν τα μόνα που θύμιζαν -περίπου- την εποχή που γράφτηκε το έργο αυτό. Το ποδήλατο σίγουρα μπήκε στη δράση γιατί ενέπνεε σε κάτι τέτοιο ο χώρος (γυαλιστερό δάπεδο, άνετος χώρος) και όχι οι διάλογοι ή η υπόθεση. Αναρωτηθήκαμε βέβαια γιατί τόσο «μαύρο» στα κοστούμια του τέλους. Τι πενθούσαν οι ηθοποιοί; Την αποχώρηση της Καλλιόπης-Θοδώρας (που σίγουρα τους αναστάτωσε τη ζωή); Μια σημειολογική ενδυματολογική επιλογή για λόγους εντυπωσιασμού ήταν και μόνο! Μας μαύρισε τη «ψυχή» -μαζί με το αδικαιολόγητα «μουντό» τα τελευταία λεπτά παίξιμο των ηθοποιών- μετά από ένα άκρως διασκεδαστικό θέαμα-ακρόαμα …
Πολύ καλή η χρήση (θεατρικά και χορευτικά) της σκάλας, όμως οι ακριανοί θεατές δεν έβλεπαν -εξ αιτίας των δυο τεράστιων κολώνων στη βάση τους- ένα μεγάλο μέρος της δράσης επ’ αυτής (ο υπογράφων έσκυβε ουκ ολίγες φορές αλλά και πάλι δεν έβλεπε παρά ελάχιστα). Συνεπώς ήταν λανθασμένη η τοποθέτηση των θεατών σε εκείνα τα σημεία των δυο πλευρών. Σκηνοθεσία σημαίνει, πρώτ’απ’ όλα, «λαμβάνω υπ’ όψη μου την άνετη θέαση και του τελευταίου θεατή» …
Περιμέναμε επίσης, με βάση την αρχική έμπνευση της επιλογής του εξπρεσιονισμού, μια πιο εκτεταμένη και τολμηρή χρήση του μαύρου τραπεζιού και των καρεκλών (το μοναδικό κατασκευασμένο σκηνικό αντικείμενο της παράστασης, πάντα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης που μαστίζει το ΚΘΒΕ) αντ’ αυτού είδαμε μια συμβατική κινησιολογία πάνω και γύρω από αυτό (κυρίως στην σκηνή του κοινού γεύματος όλων) ενώ μερικές φορές έμοιαζε να εμποδίζει τις μετατοπίσεις των ηθοποιών στο χώρο. Περιμέναμε ακόμη και να το αναποδογυρίσουν στις στιγμές έντασης (ή και ηρεμίας) …
Για άλλη μια φορά σε παραστάσεις της πόλης μας οι λιγοστές διαθέσιμες θέσεις θεατών έδωσαν την ψευδαίσθηση της εισπρακτικής επιτυχίας, αλλά το ίδιο θέαμα δεν θα γέμιζε μια μεγάλη σκηνή κάθε μέρα, ειδικά το καλοκαίρι…
Πολύ καλή η επιλογή, πάντως, του Κρατικού (άλλη μια σωστή έμπνευση του Σωτ. Χατζάκη) να υπάρχουν μικρές μόνιμες σκηνές σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού (μέχρι και πέρυσι είχαμε μόνο δυο πολυπρόσωπες παραγωγές που έδιναν στο Θ. Δάσους και αλλού δυο παραστάσεις και κατόπιν έφευγαν για πανελλήνια περιοδεία). Όμως πρέπει να παίζονται και το φθινόπωρο, όπως απεδείχθη και με το «Μεγάλο μας Τσίρκο» και το «΄Ελα απόψε στου Μελά», από την μεγάλη αντίστοιχη προσέλευση των θεατών. Προτείνουμε ο «Πειρασμός» να ξαναπαιχθεί τα Δευτερότριτα του φθινοπώρου (όταν δεν θα εμποδίζει την κυρίως παράσταση) για να την … τεστάρουμε σε κανονικές καιρικές συνθήκες, αλλά και για να την χαρούν όσοι δεν μπόρεσαν το καλοκαίρι. Να κληθούν να τη δουν και όλοι οι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της πόλης που νομίζουν πως τα έχουν δει όλα. Ο υπογράφων θα πάει τουλάχιστον άλλη μια φορά !
΄Ολοι οι ηθοποιοί έδωσαν το καλύτερό τους εαυτό, τολμώντας όχι μόνο να αποδεχθούν, αλλά και να αναπτύξουν ένα βήμα παραπάνω τις ρηξικέλευθες προτάσεις του σκηνοθέτη. ΄Ολοι τους σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, έπαιξαν και αναμετρήθηκαν με το διαπεραστικό βλέμμα, τη ομιλούσα σιωπή, τον απόκρυφο αναστεναγμό, το απροσδόκητο gestus: Σπύρος Σαραφιανός (Μενέλαος Γεωργιάδης), Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη (Κλειώ Γεωργιάδου), Πολυξένη Σπυροπούλου (Αγγέλα Παπαστάμου), Γιάννης Καραμφίλης (Νίκος Παπαστάμου), Μαίρη Ανδρέου-Εύη Σαρμή (Πολυξένη Δρογκά), Αστέρης Πελτέκης (Γεώργιος Δρογκάς), Θανάσης Δισλής (Κρίτων Γεωργιάδης), Τζένη Θεωνά (Καλλιόπη), Ανδρέας Κοντόπουλος (Κοσμάς), Γιώργος Παπαγεωργίου (Μήτσος – Αφηγητής), Μαίρη Ανδρέου (Θοδώρα). ΄Ολοι τους, επίσης, υπήρξαν πρωταγωνιστές και κανείς κομπάρσος, χάρις στη μαγική σκηνοθετική μπαγκέτα…
Ευχόμαστε στο Κ.Θ.Β.Ε, να συνεχίσει να παράγει αντίστοιχες τολμηρές προσπάθειες, ανεβάζοντας κατά πολύ και σταδιακά το συνολικό θεατρικό επίπεδο της πόλης μας.