Ραγιάς παρέμεινες και Γκιαούρης αλλά με νέο φράκο

Written by

Αυτά μου είπε ο Γέρος κι εξαφανίστηκε. Μην έχοντας να κάμω τίποτε άλλο σε κείνο το δώμα, σηκώθηκα και με βαρύ βηματισμό τράβηξα προς την πόρτα. Νύχτα βαθιά έξω, έρεβος για τους ζωντανούς μα και δίαυλος για τις ψυχές που ανατράφηκαν με αίμα και ιαχές.

Κι αυτή η καταραμένη ζέστη…Νιώθω το κεφάλι μου να λιώνει…Τα λόγια του σφυροκοπούσαν περισσότερο και από τη ζέστη τα μηνίγγια μου. Συνεχίζω να περπατώ πάνω στο πεζοδρόμιο. Μα τί στο διάολο, δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος τριγύρω? Νεκρό τοπίο. Μήτε αυτοκίνητο στο δρόμο, μήτε φεγγάρι στον ουρανό. Όλα φαίνονται να κοιμούνται γαλήνια. Μονάχα αυτός παρέμεινε ξάγρυπνος, ξαπλωμένος στο πλάι και με μάτια ορθάνοιχτα να περιμένει αυτά που φέρνει το ξημέρωμα. Βλακείες και φαντασιοπληξίες μεγάλων ανθρώπων.

Ο Γέρος τα χε χαμένα σίγουρα, σα τη γιαγιά μου τη συχωρεμένη που έβλεπε τον γαμπρό της και του λέγε ότι είχε μία καλή κοπέλα να του προξενέψει. Τί είχε τραβήξει κι αυτή η έρμη τότε στην Πόλη. Χάθηκε η γη, χάθηκαν και τα δαντελένια κεντήματα. Αλλά…σα να μου φαίνεται πως χάθηκα κι γω! Τόση ώρα ποδαρόδρομος και δε ξέρω προς τα που βαδίζω.

Αξίες; Ραγιάς παρέμεινες και Γκιαούρης* αλλά με νέο φράκο

Αυτός ο καταραμένος τα φταίει όλα. Μου κάπνισε τον νου με τον λόγο του. Μακάρι να φυσούσε ένα βοριαδάκι να διώχνε την θολούρα. « Ραγιάς παρέμεινες και Γκιαούρης αλλά με νέο φράκο» μου φώναζε ο Γέρος στο δώμα κι γω καθόμουν αποχαυνωμένος, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια, χωρίς να τον κοιτάζω. «Ντρέπεσαι, ωρέ, να με κοιτάξεις στα μάτια?» μου μούγκρισε. «Η ντροπή που κουβαλάς δεν είναι δικιά σου. Άλλοι σου την εφορτωσανε. Αι σα ‘κει τώρα. Το οξυγόνο των κέδρων, των ελάτων και των πεύκων είναι πιο πολύτιμο από ότι νομίζεις». Τέτοια λόγια ξεστόμισε και μου γύρισε την πλάτη.

Να πάρει…το σκοτάδι της αποψινής βραδιάς είναι τόσο πυκνό, που θα μπορούσε κάποιος να το κόψει σε κομματάκια με μία ασημένια λάμα. Όμως πληγωμένα είναι τα χέρια και δε μπορούν να σηκώσουν τίποτα. Και τα πόδια γυμνά σέρνουν μαύρα κοσμήματα.

-«Γιατί ταράζεις την ησυχία μου?» μουρμούρισε ο Γέρος. «Όσο και να κουνηθείς, οι αλυσίδες σου δε θα πέσουν. Θέλουν άλλο τρόπο αυτές. Αν δε κουνήσεις πρώτα το μυαλό, ρε ζαγάρι, πώς θα κουνηθεί η σάρκα? Εγώ γράμματα δε ξέρω αλλά μάθε τούτο: Είδα πολλές σάρκες να τις τρώνε τα σκουλήκια. Άλλες ήταν πεθαμένες κι άλλες ζωντανές, μα οι ζωντανές ήταν αυτές που βρωμούσαν περισσότερο. Υπάρχουν όμως κι αυτά που κανένα σκουλήκι δε μπορεί να συρθεί πάνω τους κι ούτε μπορεί να τα πιπιλήσει. Γιατί στέκονται πολύ ψηλά κι είναι αέρινα χωρίς ύλη. Κι όταν τα καλέσεις να σταθούν πλάι σου, αυτά σηκώνουν την ψυχή σου στον ουρανό, σπάζοντας κάθε μαύρη αλυσίδα που πληγώνει τα χέρια και ματώνει τα πόδια

 Και εγώ τον ρώτησα…

– « Και ποια είναι αυτά;»

– «Αξίες τα λέγαμε κάποτε. Αλλά συ τις λησμόνησες Γκιαούρης είσαι, γι αυτό κι αλυσοδέθηκες. Εδίωξες από την μνήμη σου το ποιος είσαι και σε ποια γη πατάς. Περισσότερο από όλα ξέχασες ότι αυτά που χρωστάς δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που σου χρωστάνε και έφτασε η καμπούρα σου να είναι πιο μεγάλη κι από του Καραγκιόζη. Αϊ τράβα τώρα στη γωνιά που σ’αφηκαν να κάτσεις, πριν το μετανιώσουν και στην πάρουν κι αυτήν. Θέλω τώρα να κοιμηθώ.». Τέτοια μαχαίρια βγήκαν από το στόμα του, κάνοντας το σκοτάδι ακόμα πιο παχύ.

Ο τρελογερος…που είναι τώρα να με δει που περπατώ ελεύθερος μέσα στη νύχτα! Ζέστη κι άπνοια απόψε. Από το πρόσωπο μου κατρακυλούν χοντρές σταγόνες αλμυρού ιδρώτα. Τελικά είναι λογικό που δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο. Ποιος τρελός θα έβγαινε από το σπίτι του να περπατήσει σε μια τέτοια αποπνικτική ατμόσφαιρα? Αλήθεια…που να έχω φτάσει άραγε τώρα? Ούτε ένα άστρο στον ουρανό να μου φωτίσει το μονοπάτι μου. Μα…να…κάτι βλέπω στο βάθος. Λες να είναι καμιά πινακίδα, κάνα αυτοκίνητο ή μήπως αρχίζει να ξημερώνει? Αν μπορούσα να τρέξω λίγο θα έφτανα πιο γρήγορα κοντά του…

Ο Γέρος άνοιξε τα μάτια του. «Πυρακτωμενα καλώδια είναι το φως που αντικρίζεις και σα τον περπερα φτερουγίζεις γρήγορα για να κάτσεις πάνω τους, αντί να ψάξεις για την μικρή σχισμή απ’όπου μπαίνει η ακτίνα του ήλιου. Σταμάτα λοιπόν να χτυπιέσαι σε τούτους τους πέτρινους τοίχους και κάτσε να σου πω μια ιστορία από κάποιο βιβλίο που μου διάβασαν πριν πολλά χρόνια. Και σου δίνω τον λόγο της γέρικης μου τιμής ότι κανένας δε θα μπορέσει πια να ξεγελάσει την ψυχή σου.».

Σκούπισα τα μάτια μου από τον ιδρώτα και τα δάκρυα και έκατσα κάτω στο κρύο πάτωμα σα μαθητούδι δίπλα στο δάσκαλό του, για να ακούσω λόγια από τις σελίδες της ζωής. Και τότε ηρέμησα…

cityculture.gr/ γράφει η Αριστέα Αθ. Βραζιώτη

*Γκιαούρης: Σύμφωνα με το βικιλεξικο Γκιαούρης είναι υβριστικός τίτλος που λένε οι μωαμεθανοί για τους χριστιανούς.