Stand-Up στο Μαιευτήριο

Written by

Το “Μαιευτήριο” τείνει τα τελευταία 2 χρόνια να εξελίσσεται σε ένα αξιόλογο στέκι για το Stand-Up. Φιλοξενούνται εκεί (Βαλαωρίτου 12 – κέντρο πόλης) σχεδόν κάθε Σάββατο νεαροί κωμικοί, ειδικευμένοι στο δύσκολο αυτό είδος θεάτρου. Επικεφαλής των ομάδων και οργανωτής σχεδόν όλων των παραστάσεων ο αεικίνητος Τζιουζέπε Βιέρι, ο οποίος το περασμένο Σάββατο παρουσίασε με επιτυχία έξι συναδέλφους του.

Σε γενικές γραμμές οι παραστάσεις αυτές βγάζουν άφθονο γέλιο και συγκεντρώνουν αρκετό κόσμο, γι’αυτό και θα πρέπει να διαφημίζονται περισσότερο ώστε να παρακολουθούνται από περισσότερο κοινό, με την ελπίδα ότι όλοι τους σύντομα θα εμφανίζονται σε μεγαλύτερους χώρους, διότι το αξίζουν. ΄Ισως να είναι ο μόνος χώρος στην πόλη μας, όπου το κοινό γελάει κάθε 15 δευτερόλεπτα και σε μια πολύ χαμηλή τιμή εισιτηρίου (από 3 έως 5 ευρώ).

Το Stand-Up λειτουργεί πάνω σε συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι είναι : α) οι περφόρμερς γράφουν οι ίδιοι τα κείμενα που παρουσιάζουν β) πρέπει να τα λένε πάντα σε ένα μικρόφωνο, άσχετα αν ο χώρος είναι τόσο μικρός που δεν χρειάζεται να το χρησιμοποιούν γ) δεν είναι επιτρεπτά παρά πολύ λίγα σκηνικά και κοστούμια ή αξεσουάρ δ) δεν μπορούν να παίξουν με το κοινό (π.χ. να το ανεβάσουν επί σκηνής ή να κάνουν μεγάλους διαλόγους μαζί του). Στο ζήτημα αυτό θα σχολιάσουμε πως ο λεγόμενος “τέταρτος τοίχος” του θεάτρου ζει και βασιλεύει, δηλαδή σε ένα χώρο όπου θα έπρεπε να μην υπάρχει καθόλου (θα βοηθούσε σ’αυτό η ίδια η εγγύτητα μεταξύ θεατών και περφόρμερς, αλλά και η γενικότερη στενότητα του χώρου) ε) τα όσα λένε συνήθως είναι βασισμένα στην πραγματική τους ζωή, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο στ) ο αυτοσαρκασμός είναι στοιχείο ανωτερότητας και απόδειξη έλλειψης κόμπλεξ, κάτι που οφείλουν να έχουν όλοι οι περφόρμερς. Ακούμε τακτικά πολλούς απ’αυτούς να ξεκινούν τα κείμενά τους με φράσεις του είδους “είμαι ο πιο χοντρός εδώ μέσα”, “είμαι ο πιο γκαντέμης”, μερικές φορές μάλιστα όλο τους το κείμενο είναι βασισμένο σε αυτές τις φράσεις !…

Βέβαια, η κάθε κριτική πάνω στο stand-up έχει μια εγγενή δυσκολία : δεν μπορεί να στραφεί σε πολλά στοιχεία αυτών των παραστάσεων, διότι τα όσα ακούει είναι πιο ισχυρά από όσα βλέπει, άρα ένας κριτικός θεάτρου στρέφεται κυρίως στα κείμενα και λιγότερο στις σωματικές ή γενικότερες σκηνικές επιδόσεις.

Σχεδόν όλους τους κατωτέρω αναφερόμενους κωμικούς τους έχουμε δει και σε άλλες παραστάσεις τα τελευταία χρόνια, έτσι ας μας επιτραπεί να κάνουμε μια γενικότερη διαπίστωση : πολλά από τα κείμενά τους είναι πολυπαιγμένα, άρα γνωστά στο κοινό του Μαιευτηρίου, διότι πολύ απλά τα έχουν ξαναπεί αρκετές φορές, και μάλιστα σχετικά πρόσφατα (πριν λίγες εβδομάδες, στον ίδιο χώρο !!!). Τι νομίζουν οι συμπαθέστατοι αυτοί κωμικοί ? Πως το κοινό ΔΕΝ θυμάται αυτά που άκουσε πριν λίγες μέρες ? ΄Η νομίζουν πως μας αρέσει να ακούμε τα ίδια και τα ίδια ? Μήπως το προαναφερθέν “α” πρέπει να αλλαχθεί ώστε να σπάσει ο κανόνας που λέει πως τα κείμενα τα γράφει ο ίδιος κάθε φορά ? Γιατί να απαιτούμε από έναν κωμικό του είδους δυο δύσκολα πράγματα, ήτοι ΚΑΙ να γράφει αλλά ΚΑΙ να τα λέει ?

Επίσης διαφωνούμε (ως στήλη) με την επιμονή των περφόρμερς να ζητούν από το κοινό να χειροκροτάει όταν οι ίδιοι θέλουν να μάθουν κάτι σε μορφή στατιστικής π.χ. “χειροκροτήστε όσοι έχετε ανέβει σε αεροπλάνο της Ryanair” ή “χειροκροτήστε όσοι έχετε δοκιμάσει …χόρτο”. Παρατηρήσαμε πως οι ίδιοι δεν κάνουν σχόλια για τον “όγκο” των χειροκροτημάτων όταν τα ακούνε, ενώ δεν τους χρησιμεύουν και πολύ στην συνέχεια του κειμένου τους, μια και όσα έχουν να πουν είναι φιξαρισμένα και δύσκολα αλλάζουν ή προσαρμόζονται.

Στο “Μαιευτήριο” σερβίρεται πολύ ποτό στη διάρκεια των stand-ups (λογικό εν μέρει, Σαββατόβραδο και να μην πιεις κανένα σφηνάκι 😉 αλλά εμείς που δεν πίνουμε διαπιστώνουμε πως το αλκοόλ προκαλεί έντονες εκρήξεις γέλιου σε σημεία των κειμένων που ένας μη πότης δεν γελάει. Τα γέλια αυτά είναι έντονα και τρανταχτά, παρατηρήσαμε μάλιστα πως προέρχονται κυρίως από τους ίδιους τους συναδέλφους των κωμικών, που ίσως να θέλουν να τους ενισχύσουν ώστε να πάρουν κουράγιο σε πιθανά αποτυχημένα ντεμπούτα….

Μια άλλη παρατήρηση είναι πως τα περισσότερα κείμενα είναι βασισμένα στο σεξ και τις λεγόμενες “ακατάλληλες” έως πολύ βρώμικες λέξεις που αυτό περιέχει. Να μη ξεγελιούνται οι αγαπητοί κειμενογράφοι και περφόρμερς από το αβίαστο γέλιο που αυτές οι λέξεις βγάζουν : το κοινό πιθανόν να πηγαίνει εκεί και να γελάει δυνατά, ίσως γιατί δεν μπορεί να τις ακούσει αλλού, άρα και το απλό άκουσμά τους προκαλεί γέλιο ….. Θα θέλαμε πάντως να ακούσουμε να εκστομίζει τέτοιες βρώμικες λέξεις και μια κοπέλα-περφόρμερ (εκεί σε θέλω…. μάγκα μου), όχι μόνο άντρες.

Ο Τζιουσέπε Βιέρι, λοιπόν, παρουσίασε κατά σειρά τους : Παναγιώτη Κούδα,

΄Ηρα Κατσούδα, Γιάννη Γάμπα, Πάρι Ρούμπο, Στέλιο Ανατολίτη, Αλέξανδρο Χαριζάνη. Ας μας επιτραπεί να τους αποκαλούμε εδώ με το μικρό τους όνομα, μια και γίνονται όλοι τους πολύ οικείοι για το κοινό, μέσα σε 10 λεπτά.

Ο Παναγιώτης, λοιπόν, είχε σαν κυρίαρχο θέμα το σεξ και τις πιθανές στάσεις που μπορεί ένας παντρεμένος (και όχι) να κάνει, ήταν άνετος, δεν είχε αναστολές σε βαριές σεξουαλικές εκφράσεις, το μόνο που έχουμε να πούμε είναι πως (και πάλι) συνεχίζει να κοιτάει τακτικά το πάτωμα, σαν να ψάχνει κάτι ή να θέλει να θυμηθεί τα λόγια του με το να ΜΗΝ κοιτάει τους θεατές. Πετυχημένα τα όσα είπε για τις τρίχες και τα σαμπουάν, εύστοχα τα περί τριχών των γεννητικών οργάνων.

Η ΄Ηρα ήταν η πιο εκφραστική από όλους, τόσο σε λεκτικό όσο και σε κινητικό επίπεδο. Και αυτή επανέλαβε τα γνωστά της κείμενα (“χόρτο”, αεροπλάνο, ταξιτζήδες), έχει όμως μια τσαχπινιά και μια μαγκιά που δύσκολα βρίσκεις σε άλλους περφόρμερς. Είναι ικανότατη στο να μιμείται φωνές πολλών ανθρώπων ή επαγγελμάτων (γυναίκα, μωρό, ταξιτζήδες, αεροσυνοδοί κλπ.) ενώ κινεί τα χέρια της με πλαστικότητα χορεύτριας. ΄Ηταν και η περφόρμερ με την μεγαλύτερη διάδραση με το κοινό, στην συγκεκριμένη παράσταση.

Ο Γιάννης συμμετείχε αυτή τη φορά με την ιδιότητα του πρόσφατου νικητή του ανοιχτού (σε νέους κωμικούς) stand-up και επιβεβαίωσε όσους τον φήφισαν ως πρώτο. Μίλησε για τα καλλυντικά που χρησιμοποιούν οι νεαρές κοπέλες και έδειξε πως τα ξέρει καλά, αναφέροντας πολλά στοιχεία που μόνο το γυναικείο φύλο γνωρίζει. Τόλμησε να πει πράγματα που ανήκουν στο καθημερινό ρεπερτόριο γυναικών ή γκέι, και αυτό ακριβώς το σπάνιο εγχείρημα ήταν που τον κατέστησε πρωτότυπο, τόσο που να βγάλει πολύ γέλιο. ΄Επαιξε ακόμη και με υπονοούμενα για το ποιος από όλους εκεί μέσα (όχι μόνο στο διπλανό μπαρ) είναι πιθανόν γκέι. Επίσης ήταν ο μόνος που ανέπτυξε μόνο ένα θέμα, ενώ όλοι οι άλλοι (και συνήθως στα stand-ups ασχολούνται με δυο και τρία διαφορετικά θέματα, κάτι που σπάει την ομοιογένεια της μιας performance.

Ο Πάρις είναι σχετικά καινούριος και άγνωστος στο χώρο, έχει όμως ένα μοναδικό στυλ χαμηλών τόνων : τα λέει ακίνητος και με πολύ λίγες εκφραστικές διακυμάνσεις σε πρόσωπο, κορμί, χέρια, φωνή, κάτι που τον κατατάσσει στους όσους έχουν εκείνη την εσωτερική δύναμη να λένε πράγματα που αποδεικνύονται ισχυρά και μη αναγκαιούντα άλλα εκφραστικά σωματικά “κολπάκια”. Μίλησε κυρίως για τις διαφορές Λάρισας και άλλων πόλεων, σατιρίζοντας τα άσχημα της πρώτης (απ’ όπου προέρχεται) και μη διστάζοντας να “τσαλακωθεί” ο ίδιος με άξονα την καταγωγή του.

Ο Στέλιος επανέλαβε το αγαπημένο του θέμα,το γυράδικο, με αρκετή μαεστρία και μεγάλη εκφραστικότητα. ΄Εβγαλε πολύ γέλιο στις στιγμές που αναφερόταν στα όσα συμβαίνουν στο γνωστό μεζεδοπωλείο και τις ιδιαίτερες σχέσεις που έχει αναπτύξει με τους ιδιοκτήτες. ΄Ηταν άκρως θεατρικός, με όμορφα σκαμπανεβάσματα στο τόνο της φωνής του, χρησιμοποιώντας αρκετά ηχητικά αυτοσχέδια εφέ (ίσως ο μόνος που ξέρει καλά πως λειτουργεί το μικρόφωνο όχι μόνο με το στόμα αλλά και με τα δάκτυλα).

Ο Αλέξανδρος μας παρουσίασε δυο διαφορετικά θέματα, την σχέση του με το ραδιόφωνο (είναι εκφωνητής σε γνωστή συχνότητα των ερτζιανών αλλά και “ηθοποιός” διαφημίσεων) και τα παθήματά του με τις κοπέλες, οφειλόμενα στα παραπανίσια κιλά του. Στο δεύτερο αυτό θέμα επανελάμβανε με επιτυχία τα “Για καλή μου τύχη” και “Για κακή μου τύχη”, που από μόνα τους ως έννοιες είναι αστεία. ΄Ετσι μας διηγήθηκε μια περιπέτειά του (μάλλον φανταστική και όχι πραγματική, σπάζοντας με τον τρόπο αυτό τον προαναφερθέντα κανόνα του “ε”). Συγκεκριμένα πήγε σε ένα μπαρ για να συναντήσει μια κοπέλα και χρειάστηκε κάποια στιγμή να στεγνώσει το βρεγμένο από ποτό παντελόνι του στο παράθυρο του 1ου ορόφου, απ’ όπου … έπεσε.

Ο παρουσιαστής της βραδιάς Τζουζέπε ήταν επίσης αυτοσαρκαστικός (ίσως περισσότερο από όλους) αλλά και αυτός επανέλαβε πολλά γνωστά του κείμενα (η ανεργία και ο ΟΑΕΔ, η αποτυχημένη εμφάνισή του πριν λίγο καιρό στο σόου του Γ. Χατζηπαύλου κλπ.).΄Εχουμε την εντύπωση πως ένας παρουσιαστής οφείλει να περιορίζεται σε όσους παρουσιάζει (σχολιάζοντάς τους στο τέλος κάθε εμφάνισης ακόμη και με όσο πιο άσχημο τρόπο θέλει) και να μην προχωράει σε δικές του πολλές και μεγάλες παρλάτες, όταν αυτές μάλιστα είναι γνωστές στο ίδιο κοινό. Ο εν λόγω συμπαθέστατος περφόρμερ ήταν πολύ καλύτερος όταν, στους 2 τελευταίους κωμικούς, περιοριζόταν απλά να τους παρουσιάζει και όχι να λέει δικά του κείμενα. ΄Ισως σε εκείνες τις φορές να μην έλεγε πολλά γιατί είχε καταλάβει πως η ώρα ήταν περασμένη ή ότι δεν είχε άλλα να πει ….΄Εδωσε έτσι, ηθελημένα ή άθελα, έναν γρήγορο ρυθμό στο φινάλε. Πολύ πετυχημένος ο αυτοσαρκασμός του σχετικά με τους γονείς του και τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις. Μας μίλησε επίσης για την πιθανή 11άδα ποδοσφαίρου με τραγουδιστές του έντεχνου (Μίλτος Πασχαλίδης, Αφοι Κατσιμίχα, Δ. Γαλάνη, Β. Γερμανός, Ν. Πορτοκάλογλου, ΄Αλκηστις, Λ. Μαχαιρίτσας, κ.ά) με όλες τις θέσεις στην ενδεκάδα να είναι βασισμένες σε γνωστά τους τραγούδια. Αυτή η παρλάτα ήταν και η πιο έξυπνη από όλα τα δικά του κείμενα, αλλά και των υπολοίπων της βραδιάς αυτής. Αδικεί τον εαυτό του όμως όταν επιμένει να ειρωνεύεται έναν τραγουδιστή χρησιμοποιώντας λέξεις σχετικές με περιττώματα ….

Δίνουμε συγχαρητήρια στους οργανωτές των παραστάσεων αυτών και ευχόμαστε να συνεχίσουν με το ίδιο πάθος για πολλά χρόνια, γιατί η πόλη αυτή οφείλει αλλά και δικαιούται σταδιακά να αποκτήσει τέτοιους χώρους που προωθούν την δημιουργικότητα των νέων κωμικών. Η στήλη είναι σίγουρη πως από εδώ θα ξεπηδήσουν σύντομα ταλέντα που θα κάνουν πανελλήνια καριέρα.