Θέατρο στην Κωνσταντινούπολη – Μέρος Γ΄

Written by

Το τρίτο μέρος μιας σειράς κριτικών σημειωμάτων από την Πόλη θα κλείσει με άλλες τρεις παραστάσεις που ο υπογράφων είδε εκεί και που αξίζουν τον κόπο να αναφερθούν και σχολιαστούν. Όταν λέμε θα «κλείσει» εννοούμε πως δεν πρόκειται να γραφτεί από τον ίδιο άλλη κριτική για φέτος, διότι στην πόλη αυτή, και δυστυχώς, όλες οι παραστάσεις ολοκληρώνουν το κύκλο τους στα τέλη του Απρίλη–μέσα Μάη, οπότε ακόμη κι αν ήθελε να γράψει δεν θα εύρισκε !…

Σε ένα από τα δυο  Δημοτικά Θέατρα της Πόλης είδαμε την παράσταση  «Κλείνω τα μάτια και κάνω αυτό που πρέπει» (Gozlerimi Kaparim Vazifemi Yaparim) σε κείμενο  Haldun Taner και σκηνοθεσία Can Dogan, δραματουργική ανάλυση Ozge Okten, σκηνογραφία  Ayhan Dogan, κοστούμια  Gamze Kus.

Το κείμενο είναι η εξιστόρηση της παράλληλης ιστορίας δυο ανδρών, που ξεκινούν από παιδιά και φτάνουν περίπου στα 50, έχοντας ζήσει ο καθένας μια διαφορετική ζωή, παρότι είναι φίλοι και συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο: Ο ένας είναι ταπεινός και ήπιος, ο άλλος καταφερτζής και δολοπλόκος. Ο δεύτερος γίνεται σπουδαίος και τρανός (όμως δυστυχισμένος), ο άλλος ένα σχεδόν «τίποτα», με ήσυχη όμως την συνείδησή του. Συγκρίνοντας τη ζωή τους διαπιστώνουν στο τέλος πως δεν αξίζει τον κόπο να τυραννιούνται για πράγματα χωρίς τελική ουσία. Το όλο κείμενο βασίζεται και σε ιστορικά γεγονότα, της Τουρκίας και όλης της Υφηλίου, για να καταδείξει τόσο την παγκοσμιότητα των δρώμενων (παντού, στη ζωή, τα ίδια βλέπεις) όσο και την επιρροή της Ιστορίας στις ζωές των ανθρώπων …

Το μόνο εντυπωσιακό στην όλη παράσταση υπήρχε στην σκηνογραφία:  δυο τεράστιοι πολυδιάστατοι πίνακες ζωγραφικής,  τοποθετημένοι στα δυο άκρα της σκηνής, στους οποίους βλέπαμε εξαιρετικά τοπία, με εκπληκτική λεπτομερειακή διάθεση από τον Ayhan Dogan. Ταυτόχρονα οι ηθοποιοί …μπαινόβγαιναν από και σε αυτούς, καθιστώντας το όλο σκηνικό σουρεαλιστικό, αλλά και άκρως ενδιαφέρον εικαστικά και κινησιολογικά.   Κρίμα που οι πίσω καθήμενοι θεατές δεν μπορούσαν να δουν τις λεπτομέρειες των δυο πινάκων! Ο υπογράφων αναγκάσθηκε να ανέβει επί σκηνής μετά το φινάλε, για να τις δει καλύτερα !

Η χορογραφία του Eftal Gulbudak ήταν απλοϊκή έως ερασιτεχνική, κατέδειξε αυτό που σαν γενικό συμπέρασμα έχουμε να δώσουμε από όλα όσα είδαμε: οι τούρκοι καλλιτέχνες δεν παρακολουθούν τις νέες τάσεις στον τομέα τους ….

Πλούσια τα κοστούμια, μερικές φορές όμως υπερβολικά αλλά και χωρίς λόγο ύπαρξης.

Οι βίντεο προβολές του Funda Koseoglou κι αυτές άχρηστες (όπως το μεγαλύτερο ποσοστό των προβολών στο θέατρο παγκοσμίως) είχαν όμως μια πρωτοτυπία: τις βλέπαμε επί ενός λευκού κάδρου ζωγραφικής με επικλινή θέση, όπως επικλινή ήταν και τα άλλα δυο κάδρα, στα δυο άκρα της σκηνής. Τα προβαλλόμενα επ’ αυτού ήταν, λοιπόν, ελαφρώς παραμορφωμένα,  όχι όμως και τα δρώμενα επί σκηνής (θα μπορούσαν π.χ. να είναι εξ ίσου «πειραγμένα», σε σημείο σουρεαλιστικό, κάτι που σίγουρα υπέβαλε το ίδιο το κείμενο. ΄Ετσι θα βλέπαμε ένα σύνολο που θα μας γοήτευε περισσότερο από το όχι και τόσο επιτυχημένο τελικό αποτέλεσμα ….).

΄Επαιζε μια πλειάδα ηθοποιών, ξεχωρίσαμε τους: Ersin Umulu, Yilmaz Meydaneri (στους δυο κεντρικούς ρόλους, με καλές και κακές στιγμές, μερικές φορές μάλιστα ήταν αδικαιολόγητα άκρως εκφραστικοί), καθώς και τους Mert Aykul, Seyda Arslan, Derya Yildirim. Παρουσιαστές των διαδραματιζόμενων οι Ugur Dilbaz και Can Ertugrul, οι οποίοι ενίοτε χόρευαν και τραγουδούσαν με τους υπόλοιπους συντελεστές επί σκηνής, όχι και τόσο πετυχημένα.

Στο Εθνικό Θέατρο και συγκεκριμένα στην ασιατική όχθη της Πόλης, δίπλα από τον Βόσπορο, σε ένα παλιό  εργοστάσιο που μετατράπηκε σε χώρο πολιτισμού, είδαμε το «Εγκαύματα ανεργίας δευτέρου βαθμού» (Ikinci Dereceden Issizlik Yanigi) του Αλι-Γκιουνέι Κιλσίογλου, ενός πολυγραφότατου νέου συγγραφέα. Πρόκειται για ένα μονόλογο που εξιστορεί τα παθήματα ενός άνεργου ανθρώπου, στην προσπάθειά του να βρει δουλειά, αλλά και να κάνει οποιαδήποτε του τύχει, ώστε να επιβιώσει: από συνοδός σκύλων πλούσιων οικογενειών έως υπάλληλος ψυχιατρείου!

Παίζει ο νεαρός Bercay Tulumbaci, ο οποίος αποδίδει πολύ καλά τις μεταλλαγές του χαρακτήρα του ήρωα που ενσαρκώνει, είναι αρκετά ευκίνητος και άνετος κινησιολογικά, όμως υπάρχουν στιγμές που «κρεμιέται» από κλισέ, μη φθάνοντας σε όρια πιο ενδιαφέροντα τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά.

Δεν συμφωνούμε, κι εδώ,  με την χρήση του βιντεοπροτζέκτορα, διότι δεν προσθέτει τίποτε ούτε στο κείμενο, ούτε στην όλη προσπάθεια του ηθοποιού. Οι εικόνες που βλέπουμε στο κέντρο και επάνω μέρος της σκηνής είναι απλά κάποια σκίτσα σε στυλ γελοιογραφίας που αναπαριστούν την κάθε απόπειρα του νεαρού να βρει δουλειά. Ούτε και τα αντικείμενα που είναι κρεμασμένα σε τέσσερις σουρεαλιστικούς πυλώνες (δυο σε κάθε άκρο της σκηνής) και που κάποια από αυτά χρησιμοποιεί ο ηθοποιός αυτός, είναι δικαιολογημένα δραματουργικά. Μάλλον για να μας κάνουν να γελάσουμε τέθηκαν εκεί και όχι για να υποστηρίξουν το κείμενο ή τον ηθοποιό,

Τέλος, σε ένα παράδρομο του γνωστού πεζόδρομου Ιστικλάλ, είδαμε Κούρδικο Θέατρο, και συγκεκριμένα το  “Gor” του Mirza Metin, με τους Alan Ciwan, Berfin Zenderlioglou, Mensur Zirek, Mirza Metin, Sadin Yesitas. Εδώ φιλοξενούνται μικρά σχήματα, όχι μόνο κούρδικα, όμως το όλο περιβάλλον ευνοεί ιδιαίτερα τέτοιες μικρές και μάλιστα «υπόγειες» ομάδες.

Στον χώρο αυτό θαυμάσαμε το θάρρος μιας ομάδας κούρδων να προσφέρει θέατρο στο κέντρο της τούρκικης συμπρωτεύουσας και κυρίως στην δική τους διάλεκτο. Για να καταφέρουν να έχουν ΚΑΙ τούρκους θεατές (περίπου 25 άτομα εκείνο το βράδυ) ανέτρεξαν σε προβολές με υπότιτλους με δυο βιντεο-προβολείς, ο κάθε ένας στη μια από τις δυο άκρες του μακρόστενου δωματίου ενός διαμερίσματος σε ένα παλιό κτίριο που μετατράπηκε σε θέατρο. Βέβαια δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε την υπόθεση (ούτε και η φίλη Τουρκάλα που διάβαζε από τους υπότιτλους κατάλαβε, ούτε κι από την περίληψη στα αγγλικά βγάλαμε νόημα), οπότε θα μείνουμε στο εικαστικό και κινησιολογικό μέρος της βραδιάς.

Τα σκηνικά του Alev Topal δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κουρέλια κρεμασμένα σε όλα τα σημεία του ορόφου, μας θύμιζαν περισσότερο απλωμένα δίκτυα ψαράδων για να στεγνώσουν, παρά την ίδια την υπόθεση του έργου, που, υποτίθεται πως διαδραματίζεται  σε ένα δάσος! Υπήρχε και ένα γκρίζο μακρόστενο κουτί στο κέντρο του θεατρικού χώρου, που άλλοτε ήταν …. φέρετρο και άλλοτε το βήμα για να ανέβουν επ’ αυτού μερικοί ηθοποιοί, χωρίς όμως λόγο και οι δυο «λύσεις». Τα κοστούμια του Hale Issever στο ίδιο «κλίμα», δηλαδή κουρέλια και κάθε είδους παλιόρουχα, μέσα σε ένα γενικότερο τοπίο παρακμής, όχι βασισμένης στο ίδιο το έργο, αλλά στην ανυπαρξία πόρων για θεάματα αξιοπρεπή.

Οι ηθοποιοί υπερέβαλλαν αρκετά στο υποκριτικό κομμάτι, κατέφευγαν σε πόζες και  κραυγές  χωρίς λόγο. Δεν είδαμε τίποτε το διαφορετικό από αυτούς, θα λέγαμε πως κι αυτοί, όπως και στα άλλα δυο θεάματα που είδαμε, βασίζονται σε πεπαλαιωμένες ερμηνευτικές απόψεις, χωρίς λόγο και ουσία.

΄Αξια αναφοράς η τοποθέτηση των θεατών κατά μήκος και στα δυο άκρα του δωματίου σε δυο ομάδες, η μια απέναντι στην άλλη, κάτι που προσέθετε κάποιο, μικρό έστω, ενδιαφέρον στοιχείο (όταν δεν σου αρέσει η παράσταση χαζεύεις, τουλάχιστον, τους άλλους θεατές και τις αντιδράσεις τους)!

Τρεις θεατρικές παραστάσεις που δεν μας πρόσφεραν κάτι το ιδιαίτερο, απλά μας θύμισαν κάτι που γράψαμε σε ένα προηγούμενο κριτικό μας σημείωμα: το τούρκικο θέατρο βαδίζει, ποιοτικά μιλώντας, περίπου παράλληλα με το ελληνικό …