«Το Γιν και το Γιανγκ μου»

Written by

talassaΒαδίζοντας νωχελικά στα καλογυαλισμένα θαλασσινά βότσαλα, ακούγοντας τον αρμονικό παφλασμό της αναταραγμένης θάλασσας, συναντώ ένα φίλο. Όχι και πολύ φίλο δηλαδή, πιο πολύ γνωστός ήταν. Φαινόταν να έχει τις μαύρες του -κι εγώ. Ο λόγος σχετικά απροσδιόριστος.

Ανταλλάσσοντας δυο κουβέντες μου γίνεται άμεσα αντιληπτή η διάθεση του για ζωή, οι ελπίδες και τα καταπατημένα όνειρα. Το άγχος για το αύριο. Ο τρόμος αποχωρισμού της ανεμελιάς και η αντικατάσταση της από ένα σκηνικό ξένο, αποκρουστικό, επίσημο. Δεν είχε πάει πολύς καιρός που συναντιόμασταν συχνά-πυκνά υπό την επήρεια μεθυστικής διάθεσης και ξεγνοιασιάς σε λογιών –λογιών μέρη.

Δεν είχαμε μεγάλη διαφορά στην ηλικία, όμως δεν είχε σχέση ούτε που ήμασταν σχεδόν ξένοι έλεγε κάτι. Ίσως ήταν και καλύτερα, η κουβέντα έρρεε.

“Και από δουλειά;” του αποκρίνομαι, αφού έχουμε πρώτα συζητήσει κάμποσο.

“E καλά..” μου γνέφει αποθαρρημένος. “Εγώ θα ήμουν η εξαίρεση;”

Δεν είχε και άδικο, γιατί να είναι; Ένας απλός 28άρης με πτυχίο και μεταπτυχιακό είναι, τα κλασσικά πλέον.

Ενώ η συζήτηση κυλάει παράδοξα εύκολα, καταλήγουμε σε μια απατηλή υπόσχεση για καφέ, ξέροντας και οι δυο ότι πιθανότατα δε θα ξαναμιλήσουμε στο κοντινό μέλλον. Παρ΄αυτά είμαστε ικανοποιημένοι από τη συνάντηση μας, δείχνουμε σχεδόν αλληλέγγυοι.

“Άντε καλή ζωή ρε” αντευχόμαστε.

Μπαρδόν; Από πότε αρχίσαμε να ευχόμαστε τα ίδια με τους γονείς μας; Κάπου έχασα την άγαρμπη μετάβαση. Ίσως γι αυτό έχω μείνει και λίγο πίσω, πίσω στα απλά και ωραία. Μεγάλωσες μωρέ, σκέφτομαι και συνεχίζω.

Δυο νέοι συναντιούνται σε μια γραφική παραλία, μια ωραία μέρα και η κουβέντα έχει άλλη χροιά.  Πεσιμιστική, αποκαρδιωμένη, παρηγορητική. Όχι το είδος κουβέντας που αρμόζει στο καλοκαίρι, στη θάλασσα και στην ευεργετική ζεστασιά του καιρού τούτου. Η εποχές μας έχουν απογοητεύσει, ο παιδικός μας ενθουσιασμός μετατράπηκε βίαια σε άγχος και ανυπομονησία για το αύριο. Καλά που ναι και οι γονείς μας, κάπως έτσι σώνεται η γενιά μου σε αυτή τη χώρα. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

Σαν πλαστική σακούλα σε δυνατό αεράκι, η διάθεση μου αλλάζει απότομα, στροβιλίζομαι έξαφνα σε πιο ήρεμα μέρη, πιο χαρούμενα. Έγινε ένα κλικ, μια παλαιά γνωστή ευθυμία αντικαθιστά την άγνωστη μέχρι πρότινος σε μένα απαισιοδοξία. Τι συνέβη;

Κάθομαι πλέον με τα πόδια μου σε στάση λωτού, επάνω στη ζεστασιά της άμμου, για να στρίψω ένα τσιγάρο. Ακριβώς αντίστροφα από τις επιπτώσεις στην υγεία μας, το στριφτό έχει μια ευεργετική επίδραση πάνω μου, δεν καπνίζω από εθισμό, μόνο όταν νιώθω και περνώ καλά.

Η θάλασσα είναι πιο μακριά μου τώρα, αντιστρόφως ανάλογα με το κέφι μου που έχει για κάποιο απροσδιόριστο λόγο ανέβει, με κατακλύζει ευγενικά.

Μάλλον βγάζοντας τις κακές σκέψεις από μέσα σου εκτονώνεσαι, αναλογίζομαι. Τότε η έμφυτη τάση για ξεγνοιασιά βγαίνει στην επιφάνεια, η ανάγκη που όλοι έχουμε για χαρά και η αισιοδοξία πυργώνονται μπροστά σου σαν αδιαπέραστο τείχος. Τίποτα δε μπορεί να με σταματήσει όταν νιώθω έτσι, ίσως τα κακά συναισθήματα να είναι αναγκαία, ίσως να είναι αυτά που σμπρώχνουν τα καλά μπροστά. Οι δυο όψεις ενός νομίσματος, το γιν και το γιανγκ, το ένα δεν υφίσταται δίχως τ’άλλο.

Δεν έχει περάσει και πολλή ώρα από τότε που είχα πιάσει την κουβέντα, ούτε και είμαι πολύ μακριά από την παρέα μου. Οι σκέψεις είναι σαν τα όνειρα, μπορούν να διαρκέσουν από απειροελάχιστα δευτερόλεπτα έως και ώρες.

Συνειδητοποιώ που βρίσκομαι, με ποιους, γιατί. Τα άσχημα πάντα θα υπάρχουν, ίσως και αναγκαστικά, καταλήγω  -μετά την παραπάνω συνειδητοποίηση μου. Σίγουρα δεν υπάρχει λόγος να καταναγκάζομαι, να απορρίπτω  την πιο σκοτεινή μου μεριά, είναι αυτή που κάνει τη φωτεινή να λάμπει δυνατά. Και μειδιάζοντας επιστρέφω με ενθουσιασμό, μόλις είκοσι μέτρα από την ακροθαλασσιά.