«Το μισό των Κενταύρων» του Διαμαντή Αξιώτη

Written by

«Το μισό των Κενταύρων» του Διαμαντή Αξιώτη.
κριτική Παύλος Λεμοντζής

  Επανακυκλοφορεί. Είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση από άλλον οίκο, βρήκε θέση  και πάλι στις προθήκες βιβλιοπωλείων  ολόκληρο το «μισό των Κεντραύρων» και με τα ένδεκα αφηγήματα. Κατά καιρούς, σκόρπια κομμάτια δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, δύο έγιναν θεατρικές παραστάσεις  και πολύ πρόσφατα  το ξαναδιάβασα. Με άλλο «μάτι» και με άλλη διάθεση και διαίσθηση ,που είναι πολύ διαφορετική από τη σκέψη, τη λογική ή την ανάλυση. Ωριμότερος σαν αναγνώστης και σαν άνθρωπος .

  Ο συμβολισμός του τίτλου οδηγεί σε μια πρώτη ερμηνεία, αλλά στο οπισθόφυλλο και στον πρόλογο μπορεί κανείς να ενημερωθεί για το περιεχόμενο του βιβλίου. Διπλής όψεως αφηγήματα χαρακτηρίζονται από τον εκδότη. Η μια όψη είναι η σκοτεινή πλευρά της φύσης μας και η άλλη η φωτισμένη, όχι κατ’ ανάγκη και «καθαρή». Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν κορμό με τον άνδρα και τη γυναίκα σε περιπετειώδεις εξωτερικές και εσωτερικές αναζητήσεις και τους δορυφόρους του. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε  και «μουσικό», λογοτεχνικό, ποιητικό  κατ’ εξοχήν, έργο, στο οποίο το κυρίως θέμα απλώνεται σε δέκα παραλλαγές. Για παράδειγμα, η Καραϊνδρου στις ταινίες που ντύνει μουσικά, γράφει ένα θέμα και το πολλαπλασιάζει  σε όσες παραλλαγές απαιτούν οι σκηνές της δραματουργίας. Ο θεατής-ακροατής με ανοικτές όλες τις αισθήσεις του αφομοιώνει ό,τι δύναται, για να θρέψει  ό,τι πεινασμένο τού ζητάει «τροφή».

Ο Διαμαντής Αξιώτης δε χρειάζεται συστάσεις σήμερα  Είναι ένας καταξιωμένος λογοτέχνης-ποιητής , ζει μόνιμα στην πόλη μας και τούτο είναι το πιο πολύτιμο από τα τιμαλφή-παράσημα  που του χάρισε η πένα του. Αν μετακόμιζε στη μητρόπολη -Αθήνα , όπως έκαναν άλλοι  του ιδίου βεληνεκούς συγγραφείς, θα ήταν σήμερα αναγνωρίσιμη μορφή από όλους τους κύκλους της διανόησης, λόγω της πληθώρας των άρθρων που θα δημοσιοποιούσε σαν ανήσυχο πνεύμα, σίγουρα  θεατρικός συγγραφέας, επειδή το ένα φέρνει το άλλο και, ασφαλώς, περιζήτητος σε περιοδικά, εκπομπές λόγου και τέχνης, εισηγητής σε αντίστοιχα ιδρύματα, δάσκαλος δημιουργικής γραφής  και  πολυμεταφρασμένος συγγραφέας.  Την αγάπη του για τον τόπο του τη μοιράζεται με το κοινό του και είναι διάχυτη σε όλα του τα έργα. Κι εδώ,  η Βόρεια Ελλάδα και οι τόποι – ανατολικά της χώρας- όπου πια μαράθηκε το ελληνικό στοιχείο,  έχουν κυρίαρχο ρόλο στις διαδρομές των ηρώων του.

   Κοινός τόπος ανάμεσα στις ιστορίες του βιβλίου είναι ο έρωτας πέρα από τα όρια, άμετρος και απροκάλυπτος. Το ακριβώς αντίθετο κάθε κοινοτοπίας ο ίδιος, παραμένει παραβατικός , όπως ήταν στις πρώτες του σελίδες. Η δε διαρκής αναζήτηση της ελληνικής  ταυτότητας, τον τοποθετεί δίπλα στον Καβάφη και στον Δημητριάδη, βεβαίως, επειδή το «Πεθαίνω σα χώρα» του δεύτερου και το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του πρώτου έχουν μια συγγένεια με την  αναζήτηση του Αξιώτη στα ένδεκα αφηγήματα των «Κενταύρων».  Ομηρικής έμπνευσης όλα. Η διαφορά του Διαμαντή Αξιώτη είναι ότι κατάφερε να μην  συνοδεύεται από μιαν αχλή, σαν να φέρει έναν μυστηριακό εσωτερικό κόσμο, αυστηρό και απόρθητο. Όλα τα κείμενά του, υποθέτω,  έχουν προσωπική αφετηρία. Είναι βιωματικά, εμπειρικά, αλλά όταν η τέχνη έρχεται να μετασχηματίσει το υλικό, τότε το προσωπικό γίνεται συλλογικό.

    Στο «μισό των Κενταύρων»  τα πάντα ρέουν.  «… Αϊ  σιχτίρ μουνούχικο, σε μένα βρήκες να ξεράσεις; Πράσινο αίμα της σαύρας και υγρασία του σκορπιού πάφλαζαν στην παλίρροια του κόλπου της….». Ρέουν μεταφορικά και κυριολεκτικά. Πολλά υγρά, εικόνες Φελινικές, κι ένας θησαυρός ελληνικής γλώσσας που τριπλασιάζεται εξ αιτίας της ικανότητας του  Αξιώτη να πλάθει σύνθετες , καινούργιες λέξεις, να μπολιάζει τα αρχαία ελληνικά με τα νέα  ως βαθυγνώστης της γλώσσας  αλλά και  της Ιστορίας –μυθολογίας και τεκμηριωμένης- και να δημιουργεί εκρηκτικές  περιγραφές, να εκπλήσσει και, κυρίως, να διδάσκει. Από τον Ίμερο των γυναικών, ελάσσονα θεότητα ακόλουθος της  Αφροδίτης,  μέχρι  την ανασκαφή «στα πλειόκαινα των φλοιών , ώστε να φτάσει  στα γίγαστρα και τους πυρήνες, στις στοές ανθέων του περίανθου, του στήμονα που τον είπαν αρσενικό, του ύπερου που τον είπαν θηλυκό, της ωοθήκης και γύρης του σπέρματος. Λάβα των Ελλήνων, νεολιθικές πηγές του νερού στη φάτνη του Ντικιλί-Τας», αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης  ότι ο  συγγραφέας στο βαθμό που άπτεται του έργου του έχει τάση για ποιητικότητα και λυρισμό.  Αυτά ακριβώς  βοηθούν να κατανοήσει κανείς  όχι μόνο τον πραγματικό κόσμο αλλά και την έννοια του υπερβατικού, όπως και τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο.  Ο όρος «εραστής της γραφής» του ταιριάζει απόλυτα. Η περιπλάνηση και η περιγραφή γεωγραφικών τόπων είναι τόσο απολαυστική, ώστε η μια ανάγνωση δεν αρκεί. Είτε μιλά για τους Φιλίππους είτε για τη Θράκη, περιπλέκει τη φύση με τον άνθρωπο, τον έρωτα με ζωώδη ένστικτα , την ιστορία με τη γραμματική. Χρόνοι όπως παρατατικός, αόριστος, μέλλοντας κι  ενεστώτας παίζουν με συναισθήματα , με ορμέμφυτα-παρορμητικές συμπεριφορές , με τη Σαλονίκη και την Αφροδίτη.

  Θα μπορούσε ένας αναγνώστης, χωρίς να είναι κριτικός, ειδικός επιστήμονας, φιλόλογος, αναλυτής ή τι άλλο, να  γράψει  εκατοντάδες σειρές για το «Μισό των Κενταύρων», επειδή κάθε σελίδα του είναι και μια πηγή που αναβλύζει έμπνευση για δράση. Ταξίδι εννοώ. Virtual  αλλά μαγικό. Όχι όμως ανεμπόδιστο. Αυτή η λεξιλαγνεία που διακατέχει τον συγγραφέα, αυτός ο καταιγισμός πληροφοριών μέσα από τις δαιδαλώδεις, περίπλοκες , εκθαμβωτικά λαμπερές και προκλητικά πλούσιες  περιγραφές,  το μυαλό κουράζεται. Δεν μπορεί να αφομοιώσει άμεσα την ύλη. Απαιτείται ανάγνωση από την αρχή σε περίπτωση που κάποιος αφήσει το βιβλίο για την επόμενη. Προσωπικά, το διάβασα (δεν το τελείωσα) σε μια νύχτα, αλλά με ενδελεχή μελέτη. Ξανά και ξανά «τις γυναίκες που κατέβηκαν από το πλοίο», για παράδειγμα. Η θετική πλευρά αυτής της «καταιγίδας» πληροφοριών, η επανάληψη. Αυτό το βιβλίο θα μου κρατήσει συντροφιά  πολλά βράδια. Ένδεκα αφηγήματα  με τον Κένταυρο ως σύμβολο του έλλογου με το άλογο στο ίδιο  ανθρώπινο σκαρί και μέσα από διαδρομές σε χρόνους και τόπους περασμένους και σύγχρονους, απαιτούν και χαρίζουν. Προσοχή και μέθεξη.


cityculture.gr/«Το μισό των Κενταύρων» του Διαμαντή Αξιώτη / κριτική Παύλος Λεμοντζής