«Το βρακί» του Καρλ Στέρνχαϊμ (κριτική)

Written by

VRAKI_2 (1)Στον πολύ συμπαθητικό χώρο του Θεάτρου «΄Εξω από τα Τείχη» (απέναντι από την Ευαγγελίστρια) η ομώνυμη ομάδα παρουσιάζει μια παράσταση που μας ώθησε να σκεφθούμε πολύ (αυτός δεν είναι ένας από τους ρόλους του θεάτρου;) και συγκεκριμένα το «Βρακί» του Γερμανού δραματουργού Καρλ Στέρνχαϊμ (1878-1942) σε μετάφραση Σπύρου Γαρούνα. Πρόκειται για μια φάρσα ηθών που γράφτηκε το 1910, λίγο πριν την έναρξη του Α΄ και τρεις δεκαετίες πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια χρονική επισήμανση που η Ομάδα θέλησε να τονίσει, χωρίς όμως, τελικά, να τα καταδείξει στη συνολική δουλειά της….

Η υπόθεση: ο Τέομπαλντ Μάσκε είναι ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου που το διαχειρίζεται μαζί με την γυναίκα του Λουίζα. Δυο άγνωστοι άνδρες έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα να μείνουν εκεί, ο Φρανκ Σκαρρόν και ο Μπέντζαμιν Μάντελσταμ, με μοναδικό κίνητρο τον κρυφό τους έρωτα για τη Λουϊζα και όχι τόσο για να εξασφαλίσουν στέγη (ήδη ο Σκαρρόν διαθέτει ένα μεγαλύτερο σπίτι). Όλα ανάμεσα σ’ αυτό το παράξενο και παράνομο ερωτικό τρίγωνο (Λουϊζα, Σκαρρόν, Μάντελσταμ) μένουν σε επίπεδο σχεδόν πλατωνικό, σε αντίθεση με την σχέση του Τέομπαλντ με την γειτόνισσα Γέρτρουντ Ντόυτερ, η οποία ναι μεν είναι φίλη της Λουϊζας, δεν διστάζει όμως να συνάψει, στη διάρκεια της ύπαρξης του προαναφερθέντος τριγώνου, παθιασμένη σχέση με τον άντρα της!…

Ο Σκαρρόν αποφασίζει, σε λίγες μέρες και χωρίς σοβαρή αιτία, να φύγει οριστικά από το σπίτι, και τότε έρχεται ένας τρίτος άγνωστος κύριος, του οποίου η άφιξη θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια νέα, περίπλοκη, και δραματουργικά αναζωογονητική αφετηρία σχέσεων όλων των ηρώων, όμως, δυστυχώς, ακριβώς τότε τελειώνει το έργο …

Οσον αφορά το σύνολο -σκηνοθεσία Βαγγέλη Οικονόμου- θα λέγαμε πως είδαμε ένα ετερογενές σκηνικό αποτέλεσμα, με ελάχιστα στοιχεία εξπρεσιονισμού, σε ένα σκηνικό, βέβαια, αυτής της «σχολής», και μια επίδοση ηθοποιών βασικά ρεαλιστική. Οι κινήσεις των ηθοποιών στο χώρο και συγκεκριμένα στο εν μέρει εξπρεσιονιστικό σκηνικό της Χρύσα Μάντακα που επιμελήθηκε και τα προσεγμένα κοστούμια εποχής (με βοηθό τον Στέργιο Πρώιο) ήταν, κατά βάση, απλές και καθημερινές, οπότε είχαμε μια σχετική ανομοιογένεια ανάμεσα σε κείμενο, υπόδυση ηθοποιών και σκηνικό-κοστούμια.
Το μόνο που θύμιζε εξπρεσιονισμό ήταν κάποια μέρη του ντεκόρ: τέσσερις πόρτες τοποθετημένες πλαγίως, σε σημείο που να νομίζεις ότι αιωρούνται, αλλά και η επικλινής τοποθέτηση του τραπεζιού και των καρεκλών της τραπεζαρίας, που περισσότερο τοποθετούντο από τους ηθοποιούς ώστε να βλέπουμε καλύτερα τις κινήσεις τους την ώρα του φαγητού, παρά για να «δέσουν» με κάτι από το κείμενο ή το υπόλοιπο σκηνικό. Το τεράστιο σκίτσο στο βάθος αριστερά ήταν ο συγγραφέας; Και που να το ξέρουμε ; Αταίριαστο εύρημα κι αυτό! Αναρωτιόμαστε λοιπόν, που βρίσκεται ο εξπρεσιονισμός του κειμένου ή της παράστασης, σύμφωνα με τα Δελτία Τύπου; Στο ημιτελές και ανολοκλήρωτο κείμενο ; Στις ιδιότυπες σχέσεις των τεσσάρων πρωταγωνιστικών ρόλων, που κι αυτές μένουν «μετέωρες», τόσο κατά τη διάρκεια της ύπαρξής τους στο πανδοχείο όσο, κυρίως, στο φινάλε; Ακόμη και η επιλογή του «Βρακιού» ως τίτλο του έργου είναι άστοχη, μια και η όλη δραματουργική διάταξη δεν έχει να κάνει με ένα κάποιο βρακί, αλλά με έντονα ψυχολογικά ζητήματα … Υπήρχε, επίσης, μια ένταση φωνών από όλους που δεν χαμήλωνε σχεδόν ποτέ! Είχαν ποστάρει τις φωνές τους σε αρκετά ψηλό επίπεδο, είτε για να καλύψουν το θόρυβο των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν συνέχεια απ’ έξω, είτε εκείνο των παιδιών που παίζουν μπάσκετ στα παρακείμενα γήπεδα του Δήμου. Ελάχιστοι ψίθυροι, καθόλου αναστεναγμοί, μηδενικά πονηρά βλέμματα, ελάχιστα αδιόρατα αγγίγματα ψυχής και σώματος, σε ένα κείμενο που υποβάλλει τέτοια ψυχοσωματικά ευρήματα …΄Ισως μια λεπτομερέστερη δουλειά πάνω στις φωνές των ηθοποιών να οδηγούσε την παράσταση στα εξπρεσιονιστικά «μονοπάτια» του συγγραφέα … Που βρίσκεται το αστραφτερό χιούμορ που μας δηλώνουν τα διαφημιστικά της παράστασης; Στο λεκτικό και οπτικό εύρημα του βρακιού, που πέφτει από το σώμα της Λουϊζας και κάνει τους δυο θαυμαστές της να την …ερωτευτούν; ΄Η στα παζάρια στην τιμή των δωματίων (με πρωινό ή άνευ); Μήπως στο μπέρδεμα των ηθοποιών με τα δωμάτια δεξιά και αριστερά; (δεν καταλάβαμε ποιο δωμάτιο νοίκιαζε ο καθένας!)

Η μόνη ενδιαφέρουσα κινησιολογική «πινελιά» στους ηθοποιούς ήταν το σήκωμα των ποδιών ανάσκελα της Λουίζας, που κι αυτό έμοιαζε να θέλει να μας κάνει να γελάσουμε, παρά να θυμίσει τη δραματουργική πρόθεση του Στέρνχαϊμ …

Στα Δελτία Τύπου που βρήκαμε στο ΄Ιντερνετ διαβάσαμε αναλύσεις του τύπου «Ο Στέρνχαϊμ μπόρεσε να δει μέσα σε αυτή τη μικροαστική φύση, το ζοφερό μέλλον της ανθρωπότητας: την έλευση της βαρβαρότητας, της θηριωδίας του ναζισμού και των ολοκληρωτικών καθεστώτων που ακολούθησαν. Ένα μέλλον που ξορκίζει, τηρουμένων των αναλογιών, η παράστασή μας». Όμως πολύ λίγο, θα λέγαμε αδιόρατα, φάνηκαν όλα αυτά. ΄Επρεπε, δηλαδή, να ψάξουμε πολύ στα λόγια, το σκηνικό, τη συνολική σκηνοθεσία για να βρούμε κάποιες αμυδρές ενδείξεις από τα ανωτέρω γραφόμενα. Αλήθεια, πως ξορκίζει μια τέτοια σκηνοθεσία ένα ζοφερό μέλλον; Οι έξι ηθοποιοί, πάντως, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό με πάθος και δύναμη. Ο Γιάννης Περδίκης στο ρόλο του δημόσιου υπάλληλου Τέομπαλντ Μάσκε, επηρέασε πολύ τους υπόλοιπους ηθοποιούς με τη στιβαρή του παρουσία και επέβαλε τόσο την φωνητική ένταση που προαναφέραμε, όσο και τον τύπο της υπόδυσης.
Η Νανά Μπολέτη, ως σύζυγος του πρώτου, ήταν μια χαμηλών τόνων ύπαρξη, η μόνη που, κάποιες στιγμές, έπαιζε με τις σιωπές και τα βλέμματά της, παρά με τα όσα -πολύ λίγα- εκστόμιζε. Η Λίζα Μιμιλίδου, σαν γειτόνισσα Γέρτρουντ Ντόυτερ, είχε το σωστό ύφος μιας παμπόνηρης γειτόνισσας, δεν είδαμε όμως μια «υποψία» αυτού του χαρακτήρα όταν συνομιλούσε με τη φίλη της.… Ο Μπάμπης Τίγκας στο ρόλο του Φρανκ Σκαρρόν πλησίασε πολύ τον ρόλο, διέθετε σωστή κινησιολογία, κοφτερά βλέμματα και επιβλητική εκφορά του λόγου. Ο Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης ως Μάντελσταμ έπλασε μια ενδιαφέρουσα φιγούρα ενός φοβισμένου ερωτευμένου μπαρμπέρη, δεν βοηθήθηκε, όμως, από τον σκηνοθέτη στις λιγοστές σκηνές του με την Λουϊζα. Οι Γιάννης Μουρούζης και Δημήτρης Σιδηρόπουλος παίζουν εναλλάξ το ρόλο του ξένου που έρχεται τελευταίος στο πανδοχείο, δεν ξέρουμε ποιος από τους δυο είδαμε το βράδι που πήγαμε, είχε όμως μια στιβαρότητα και ένα δυναμισμό που μας έκαναν κάποιο «κλικ» για τη συνέχεια που θα θέλαμε να δούμε, αλλά τελικά μας στέρησαν (ο μεταφραστής ;ο σκηνοθέτης; Η Ομάδα στο σύνολο;). Υπόλοιποι συντελεστές: Φωτισμοί (διαδικαστικοί): Στράτος Κουτράκης Βοηθός φωτιστή: Αθηνά Μπανάβα Μουσική επιμέλεια (πολύ διακριτική, θα λέγαμε αδιόρατη): Βαγγέλης Οικονόμου Ράψιμο-επιδιόρθωση κοστουμιών (πολύ χρήσιμη ειδικότητα στους θιάσους της πόλης μας-σπάνια τη βλέπουμε στα προγράμματα των τοπικών θιάσων): Κική Ιωαννίδου Χειριστής κονσόλας (με καλό timing): Αναστασία Περδίκη Φωτογραφίες: Φάνης Τοψαχαλίδης

Video (Που; Στο Ιντερνετ ; Δεν το είδαμε !) του Γιώργου Νεράντζη Το «Βρακί» δίδεται από την Παρασκευή 1 Μαρτίου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στις 9.15 μ.μ. – Πανεπιστημίου 2 και με πολλή επιτυχία κάθε βράδι, όπως πληροφορούμαστε.

Είθε η Ομάδα να συνεχίσει να διατηρεί αυτόν το μοναδικό χώρο (από τους λίγους ισόγειους στην πόλη μας και με ξύλινη οροφή παρακαλώ!..) τον οποίο παραχωρεί και σε άλλες ομάδες, προσφέροντας ένα πολύτιμο δημιουργικό βήμα στην πόλη αυτή που πάσχει από έλλειψη χώρων.

Ένα ιδιαίτερο «μπράβο» στον Γιάννη Περδίκη για το μεγάλο κουράγιο και την αυταπάρνησή του να μας προσφέρει πολύτιμο θέατρο ψυχής πολλών διαστάσεων